Της Dimitra Papanastasopoulou
Φίλες και φίλοι,
Ήταν τέλη Ιανουαρίου του 1821 όταν έφθασε εκεί ο Άγγλος πρεσβευτής Στράνγκφορντ με την σύζυγο και την συνοδεία του. Μαζί του ταξίδευε ο ιερέας της πρεσβείας Ρ. Γουώλς.
Ο ιερέας είναι ένας ανήσυχος άνθρωπος, περίεργος, επίμονος, ακάματος και ριψοκίνδυνος. Θα καταγράψει όλα όσα βλέπει, θα επιστρέψει στην Αγγλία, αλλά θα επιστρέψει και πάλι, θα παρακολουθήσει τον αγώνα μας και θα εκδόσει ένα βιβλίο με τεράστια επιτυχία το 1828 (Narrative of a journey from Constantinople to England by the Reverand R. Walsh).
Στην αρχή, αδιάφορος και φιλότουρκος, αρκείται στην καταγραφή χωρίς σχόλια, αλλά με το πέρασμα του χρόνου διαφοροποιείται και γίνεται φιλέλληνας. Όμως, τα αδιάφορα μάτια του είναι αντικειμενικά, γι’ αυτό μπορούμε να τον εμπιστευθούμε.
Λίγο μετά την άφιξη της ομάδας του Πρέσβη στην Πόλη, επισκέφθηκαν τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Ήταν ηλικιωμένος (γύρω στα εβδομήντα) και άρρωστος, αδύνατος και ωχρός. Τους υποδέχθηκε ντυμένος απλά, με ένα απλό μαύρο ράσο, αλλά πρόσφερε στους καλεσμένους του σωρεία γλυκών, καπνών και καφέ.
Η είδηση για την Επανάσταση στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες έφθασε ξαφνικά στην Πόλη. Το πρώτο σημάδι ήταν μια προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Μέσα σε λίγη ώρα το νέο διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Οι Ευρωπαίοι τρομοκρατήθηκαν, μαθαίνοντας ότι ο Υψηλάντης βαδίζει εναντίον της Πόλης και ότι οι Έλληνες ήταν έτοιμοι να ενωθούν με τις δυνάμεις του. Φήμες ότι οι ζωές και οι περιουσίες τους κινδύνευαν, έκαναν χειρότερα τα πράγματα.
Ο Γουώλς είδε στον Γαλατά τους Αρμενίους να κλείνουν τα μαγαζιά τους, ενώ οι Τούρκοι περπατούσαν στους δρόμους αμέριμνοι, έχοντας το χέρι τους πάνω στο γιαταγάνι, καλού-κακού. Αν τους έβλεπαν Έλληνες ή Εβραίοι από απόσταση, φρόντιζαν ν΄αλλάξουν δρόμο, να προλάβουν να κλειστούν σε κάποιο σπίτι ή καφενείο.
Την επόμενη ημέρα ο τριανταεξάχρονος σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ (ήδη πατέρας έντεκα αγοριών και δεκατασσάρων κοριτσιών) κάλεσε τους Τούρκους, ανεξαρτήτως ηλικίας, στα όπλα. Στους δρόμους βρέθηκαν γύρω στις εκατό χιλιάδες αρματωμένοι και εξαγριωμένοι μουσουλμάνοι να κυνηγούν άοπλους πολίτες. Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι τουρκικές Αρχές ήταν ν’ αφοπλίσουν τους Έλληνες, δίνοντας διορία δέκα ημερών για να παραδώσουν τα όπλα τους. Η διαταγή ανακοινώθηκε στις 24 Μαρτίου, ενώ τέσσερις ημέρες αργότερα κυκλοφόρησε ένα φιρμάνι με υπογραφή του σουλτάνου, καλώντας άπαντες να εγκαταλείψουν το ραχάτι τους και να γίνουν πολεμιστές, αλλιώς…:
«Γνωστά είναι εις όλους τα εν Βλαχία και Μολδαβία γεγονότα και η αποδεδειγμένως επικατάρατος κακουργία του ρωμαίϊκου έθνους… Είναι ανάγκη, όπως, λόγω των περιστάσεων, άπαντες οι πιστοί μουσουλμάνοι, αντικαθεστώντες τον καθιστικόν βίον, όστις έγινεν από πολλού και γενικώς Δευτέρα φύσις, δια της ζωής του στρατοπέδου… Επίσης δέον όπως όσοι είναι ανώτεροι λειτουργοί. Υπάλληλοι και υπηρέται του κράτους εγκαταλείψουν ταχέως παν πράγμα υπενθυμίζον τον βίον της τρυφής… διά της ζωής του στρατοπέδου, προμηθευτούν όπλα και ίππους, αν δεν έχουν. Μερικοί άνθρωποι, έκδοτοι εις τας ασωτείας, ασχολούνται εις το να αστεϊζονται…Όσους δεν τ’ αφήσουν αυτά, αλλ’ εξακολουθήσουν τον νωχελή και τρυφηλόν βίον, παραμελούν τα καθήκοντά των και έρχονται αργά εις την εργασίαν των, δεν θα τους νουθετήσω πλέον. Θα τους σκοτώσω. Ν’ ανοίξουν τα μάτια των, διότι αυτό δεν ομοιάζει προς άλλα πράγματα, Πρόκειται περί της Θρησκείας».
Και οι αγριότητες δεν είχαν όριο. Οι ένοπλοι Τούρκοι σταματούσαν τους άοπλους Έλληνες όπου τους έβρισκαν, τους έβριζαν και τους ξυλοκοπούσαν, ενώ άλλοι, θερμόαιμοι, τους αποκεφάλιζαν. Τούρκοι λωποδύτες λήστευαν καταμεσίς του δρόμου τους Χριστιανούς, άλλοι έμπαιναν σε καταστήματα κι έπαιρναν τα υφάσματα. Όσοι έφερναν αντίρρηση φονεύονταν εκείνη τη στιγμή.
Να, πώς περιγράφει την κατάσταση ο Τούρκος ιστοριογράφος της Υψηλής Πύλης Σανί Ζαντέ.
«Επειδή οι περισσότεροι εκ της νεολαίας της Κωνσταντινουπόλεως εστερούντο αγωγής και άλλως τε δεν ηδύναντο να διακρίνουν το καλόν και το κακόν, ήτο φυσικόν να ενεργήσουν ως να επρόκειτο περί παιδικών παιγνιδίων… Ήρχισαν να πυροβολούν ασκόπως με τυφέκια και πιστόλια εντός των συνοικιών, εις τους δρόμους, εις τας πύλας των τζαμίων, εις τας αποβάθρας, εντός των ακατίων και γενικώς εις όλα τα μέρη συγκεντρώσεων, ούτως ώστε οι άλλοι κάτοικοι ευρίσκοντο νύκτα και ημέραν διηνεκώς υπό το κράτος παραζάλης και τρόμου… Επειδή δεη αρχή ενεθάρρυνεν ακόμη και μερικούς αναπήρους και γέροντας μη έχοντας όπλα όπως οπλισθούν, κατήντησε να φονεύουν κατά λάθος άλλος τον πατέρα και τη μητέρα του, άλλος την σύζυγον και την αδελφήν του. Με την ευκαιρίαν αυτήν( της αθρόας οπλοφορίας και υπακοής στο φιρμάνι) άνθρωποι του κάτω όχλου εφόνευον ραγιάδες. Ούτως ο Χαλέτ εφέντης- ο προνομιούχος ευνοούμενος του σουλτάνου- ένεκα προσωπικών λόγων ώπλισεν όλους τους Τούρκους εν Κωνσταντινουπόλει και έθεσεν αυτούς εις κατάστασιν επιστρατεύσεως. Αλλά μεταξύ τόσων ανθρώπων υπήρχον και κακοποιοί, οίτινες, άμα έλαβον τα όπλα, ήρχισαν να επιτίθενται κατά του τυχόντος».