"...Η ρετσίνα, χιλιοτραγουδισμένη κυρίως σε καντάδες αλλά όχι μόνο, πουλιόταν παντού, πάντα βαρελίσια: ταβέρνες, μπακάλικα και μάντρες με κάρβουνα, που έγραφαν απέξω «ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΡΕΤΣΙΝΑ ΜΕΣΟΓΕΙΩΝ» ή «ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΟΙΝΟΣ ΔΙΑ ΟΙΚΙΑΣ».
Κάθε Σεπτέμβρη βγάζανε τα άδεια βαρέλια από τα υπόγεια άνοιγαν το καπάκι τους, έξυναν με ειδική ξύστρα τα τοιχώματα και τα έπλεναν με το λάστιχο.
Ο βαρελάς στεγανοποιούσε τις κοίλες σανίδες με ειδικό χόρτο, ξαναέβαζε το καπάκι και σφυροκοπούσε τα μεταλλικά στεφάνια γύρω από το βαρέλι.
Σύντομα ερχόταν σε βυτίο από τα Μεσόγεια, φυτεμένα με σαββατιανό σταφύλι, ο μούστος που γέμιζε με μάνικα τα βαρέλια.
Οι λάτρεις της ρετσίνας περίμεναν με αγωνία λίγες εβδομάδες για να «ανοίξουν τα κρασά» και να απολαύσουν το γιοματάρι.
Η γεύση της ρετσίνας ήταν διαφορετική σε κάθε βαρέλι, ακόμη και από το διπλανό του, ενώ στο ίδιο βαρέλι άλλαζε η γεύση με την κάθοδο της στάθμης του από γιοματάρι σε σώσμα..."
Απόσπασμα από το βιβλίο μου "Νοσταλγώντας τη δεκαετία του '50-Η ζωή σε μια συνοικία του Πειραιά" και αναδημοσίευση από το Σωματείο Άγιοι Ανάργυροι Ηλιούπολης