Αξέχαστο το Πάσχα του 1938 ή 1939. Είχε ένα αρκετά μεγάλο κτήμα από παλιά ο Αντώνης Φιξ, αλλά συνέχεια έκανε και πολλές αγορές από τα διπλανά κτήματα. Δεν ξέρω ακριβώς πόσα στρέμματα ήταν. Πρέπει να ήταν πάνω από 200 τότε, γιατί μετά έκανε κι άλλες αγορές.
Άρχισε να κόβει δρόμους μέσα και έξω από το τμήμα και μετά να χωρίζει το πευκοδάσος και να το καθαρίζει. Να φυτεύει και άλλα οπωροφόρα δέντρα, να περιποιείται τα παλιά και να ετοιμάζει μέρος για περιβόλια σε κατάλληλα μέρη και τοποθεσίες για τα σπίτια που θα έχτιζε. Μηχανικοί και εργάτες έρχονταν, για τα σπίτια, για τους σταυρούς, για τα πηγάδια και για τις στέρνες. Άνοιξε τέσσερα πηγάδια και σε όλα βρήκε νερό. Έφερε το ρεύμα από το Ηράκλειο και ταυτόχρονα έφτιαχνε, μάντρα.
Ήταν ένας από τους πρώτους εργολάβους που έβαζε ένσημα στους εργάτες, οι οποίοι δούλευαν οκτάωρο. Τα πρώτα ένσημα του πατέρα μου ήταν του Φιξ. Τα ρούχα και τα παπούτσια που φορούσαν οι εργάτες στη δουλειά, ήταν δικά του. Τα δέντρα και τα διάφορα φυτά τα παρήγγειλε από το Τατόϊ… Όλα προσεγμένα και πολύ περιποιημένα, ήταν.
Είχε γεωπόνους που ετοίμαζαν το μέρος όπου θα έμπαινε κάθε φυτό. Ο κύριος Φιξ είχε πολύ μεγάλη αγάπη γι’ αυτό το κτήμα, καθώς είχε πολλά όνειρα. Ήθελε να κάνει κάτι ωραίο.
Δυστυχώς, πολλοί από τους συνεργάτες του δεν τον βοήθησαν όσο έπρεπε. Ίσως το αντίθετο… Ήρθε όμως ο πόλεμος και μας πλάκωσε η σκλαβιά. Το κτήμα Φιξ έγινε μία Κιβωτός για πολλούς.
Όμως, όλα αυτά ξεχάστηκαν, δίχως κανένας να απαντάει στο γιατί… και δεν συγχωρώ κανέναν, ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό. Πόσοι έφαγαν από το συσσίτιό του από το κτήμα, από το εργοστάσιο. Μην ξεχνάμε πως λόγω της δουλειάς του και του ονόματός του, κινούνταν ευκολότερα με τους Γερμανούς, αν και πολλές φορές κινδύνεψε.
Εκείνο όμως το Πάσχα, ο κύριος Φιξ είπε: Θα κάνουμε Ανάσταση μαζί!
Από αυτό το κτήμα, από το τμήμα της Κηφισίας, από το κτήμα του Ηρακλείου, από το εργοστάσιο της μπύρας, του πάγου και πολλοί γνωστοί και φίλοι, ήρθαν με ό,τι μέσο μπορούσαν.
Το γλέντι έγινε εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία με τα σπίτια, στη νότια πλευρά πάνω από το 5ο Δημοτικό Σχολείο, Άνω Ηρακλείου και δεν μπορώ να θυμηθώ πόσο σούβλες ήταν, πολλά τραπέζια. Τα ψωμιά τα είχαν φέρει με μία άμαξα. Σε ειδικά κασονάκια από ξύλο με θήκες, ήταν τα πιάτα, τα ποτήρια, τα μαχαιροπήρουνα. Τα κόκκινα αυγά τα είχαν σε μεγάλα καλάθια και μαζί ψεύτικα κοκοράκια και κοτούλες για τα παιδιά. Τι άλλες λεπτομέρειες να σας γράψω…
Τα τραπέζια έτοιμα. Διάφοροι μεζέδες, μπύρες και βαρελάκια με νερό. Άρχισαν να κόβουν τα αρνιά και τα κοκορέτσια σε μεγάλες πιατέλες και σιγά-σιγά μαζευτήκαμε στα τραπέζια.
Μία αυστηρή ματιά και μία φωνή του οικοδεσπότη και όλοι όρθιοι. Προσευχή και Ακάθιστος ύμνος. Έτσι συνήθιζαν τότε. Ήταν παραμονές πολέμου. Όλοι το ήξεραν, μα κανένας δεν το πίστευε.
Φαγητό, ποτό, χορός, γλέντι, κάτι ξεχωριστό, κάτι αξέχαστο. Κάποια στιγμή άρχισαν να τραγουδούν. Η μητέρα μου είχε ψιλή φωνή και δυνατή. Για μία στιγμή της λέει ο κύριος Φιξ: «Έλα να τραγουδήσουμε οι δυο μας».
«Όχι, όχι εγώ είμαι φάλτσα…», απάντησε
«Εγώ να δεις!» της λέει και την τράβηξε από το χέρι.
Προχώρησαν λίγο πιο πέρα και έκατσαν σε ένα βραχάκι κάτω από ένα μικρό πεύκο (αυτό τώρα δεν υπάρχει, εκεί είναι το προαύλιο της εκκλησίας).
Άρχισαν να τραγουδούν. Είπαν πολλά τραγούδια, αλλά μισά, αλλά κουτσά. Γελούσαν. Είπαν και ένα τραγούδι πολύ παλιό… Ως τα τελευταία της η μάνα μου έλεγε: «Ελένη εκείνο το τραγούδι ήταν στοιχειωμένο… Κοίτα παιδί μου, κοίτα…» και τα μάτια της βούρκωσαν.
Η οικογένεια Φιξ υπέστη πολλά. Ήρθε και ο θάνατος του Αντωνίου Φιξ. Ο Κάρολος ήταν η μοναδική ελπίδα… ήταν μικρός.
Το κτήμα έμεινε καλλιεργείτο, τα πάντα εγκαταλείφθηκαν. Η ασέβεια και η κακοήθεια των γειτόνων, δεν περιγραφόταν. Αλλά τι μπορεί να ξέρει κανείς όταν είναι ξένος και δεν ρωτάει να μάθει; Γιατί κάθε τόπος έχει την ιστορία του και όλοι πρέπει να την σέβονται.
Το τραγούδι λοιπόν έλεγε:
Τον παλιό καιρό στο κάστρο εκείνο
του χωριού το γκρεμισμένο
έστησε χορό το αρχοντόπουλο.
Πάνε εκεί στα Κάστρα διαλεχτές κυράδες
εκείνης της γενιάς της μακρινής
πάνε καλέ και δύο αδερφάδες
που δεν τις γνώριζα κάνεις.
Όμορφα και οι δύο χόρευαν
και το Ρήγα προσκαλούν
και με μιας τον εμαγεύουν
σε χίλιους πόθους ερωτικούς.
Πέρασαν οι ώρες, έφυγαν οι κόρες
πάψανε τα γλέντια, τα βιολιά
τώρα στο παλάτι, στης αυγής το μάτι
έχει απλωθεί ερημιά.
Τώρα με σκοπό θλιμμένο
κουκουβάγια πως θρηνεί
και το κάστρο γκρεμισμένο
και εκείνο χωρίς πνοή…
Τα χρόνια πέρασαν, ο μικρός Κάρολος μεγάλωσε και έγινε ένας άξιος κληρονόμος Φιξ και δίνει μάχη καθημερινά, να σώσει αυτό που του ανήκει. Και είναι ένας πνεύμονας για εμάς και ένα στολίδι για την περιφέρεια. Είναι όμως πολλοί εκείνοι που το βλέπουν διαφορετικά… Αυτά που γράφω τα έχω ζήσει!
Από τις προσωπικές σημειώσεις της Ελένης Γκαρμάτη – Πάρλαλη, 2013