Τακάτι σημαίνει δύναμη, κουράγιο, ψυχή. Είναι τουρκικό δάνειο (takat, αραβικής αρχής). Δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό. Το βρίσκουμε συχνά σε κείμενα της Επανάστασης του 1821. Για παράδειγμα...
Συχνή ήταν η φράση «δεν έχω τακάτι», δεν έχω (πια) δυνάμεις. Για παράδειγμα, Στις παραδόσειςτου Ν. Πολίτη διαβάζουμε ότι οι βρικόλακες το Σάββατο «είν’ αποκαρωμένοι και δεν έχουν τακάτι». Ή ο γέρος στο Λουλούδι της φωτιάς του Μυριβήλη: «Είμαι γέρος. Δεν έχω τακάτι να κάνω κανενούς κακό». Ή δεν έχω ακόμα δυνάμεις ο Γ. Κοτζιούλας στις αναμνήσεις από τηνπαιδική του ηλικία θυμάται ότι τα μικρότερα παιδιά «δεν είχαμε τακάτι να πηδάμε ποτάμια».
Λέξη λαϊκή και παλιακιά, δεν θα περιμέναμε να τη βρούμε σε ένα σουρεαλιστικό ποίημα και όμως ο σουρεαλισμός είναι απρόβλεπτος: «Θύματα εξιλαστήρια της αγάπης, της νύχτας ασκητικοί στρατοκόποι, της αυγής υπερήφανοι περπατητές, ανάφτε το θαλασσινό φανάρι. Ποιός έχει τακάτι, τίνος το λέει στ’ αλήθεια η καρδιά, ας έρθει. Μην χρονοτριβούμε άδικα σε μάταιες ανασκοπήσεις του παρελθόντος. Οι καιροί είναι αβέβαοι». Ποίημα του Ν. Εγγονόπουλου, από το 1946.
(Λέξεις που χάνονται, του Νίκου Σαραντάκου, από το ΒΗΜΑ)