Αντράλα… μια σκοτοδίνη, μια ζάλη!!!


Αντράλα  (και ντράλα) είναι η ζάλη, η σκοτοδίνη, ο ίλιγγος. Ακούγεται περισσότερο στην Βόρειο Ελλάδα, αλλά είναι λέξη σχεδόν πανελλήνια. Το ρήμα είναι αντραλίζομαι και προέρχεται από το μεσαιωνικό τραλίζομαι (π.χ. στον Πτωχοπρόδρομο), που σημαίνει επίσης...


«ζαλίζομαι, σκοτίζομαι» και που ο Κοραής το είχε ετυμολογήσει από το τραυλός.


Ο Καζαντζάκης χρησιμοποίησε συχνά στην Οδύσειά του την αντράλα, και μάλιστα σε επιστολή του στον Κακριδή υπερασπίστηκε την χρήση αυτής της «καθαρότατα δημοτικής» λέξης. Στο δημοτικό του «Κάστρου της Ωριάς», ο μεταμφιεσμένος Τούρκος παρακαλεί την κυρά του να μην τον ανεβάσει με τον σάκο: «Μη κυρά τον σάκο κι αντραλίζομαι» έτσι και αυτή ανοίγει την πόρτα του κάστρου. Υπάρχει και η αστεία παροιμία «Κρεμάστε τον αδερφό μου γιατί εγώ αντραλίζομαι», που την χρησιμοποίησε στην Βουλή πριν από μερικά χρόνια ο Φ. Χατζημιχάλης, βουλευτής Λάρισας.

Η αντράλα μπορεί να οφείλεται σε πείνα: «Αντραλίζομαι, πεινώ», παρακαλεί ο κυρ Μέντιος του Βάρναλη, για να πάρει την απάντηση ότι θα φάει στον ουρανό μπορεί και σε έρωτα: στο τραγούδι Μη γαρίφαλό μου (Μ. Λοϊζος – Λ. Παπαδόπολος), ο τραγουδιστής παραπονιέται ότι «κλαίω κι αντραλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι κι αυτή δεν με προσέχει. Αντράλα είναι και η ζάλη μετά το μεθύσι. Σίγουρα δεν πρέπει να λείπει από τα νεότερα λεξικά μας.



(Λέξεις που χάνονται, του Νίκου Σαραντάκου, από το ΒΗΜΑ)



Εγγραφή στο Newsletter μας

Please enable the javascript to submit this form

© 2004 - 2024 All Rights Reserved. | Φιλοξενία & Κατασκευή HostPlus LTD

hostplus 35