Χούνη είναι το φαράγγι, τόπος βαθύς και στενός, που κλείνεται απ’ όλες τις μεριές, ρεματιά που όσο πάει και στενεύει. Είναι ένας τόπος με σχήμα σαν χωνί, και ακριβώς η χούνη ετυμολογείται από τη χοάνη, το χωνί δηλαδή, μέσω του τύπου χώνη που είναι ήδη αρχαίος...
Όπως είναι αναμενόμενο από την μορφολογία του εδάφους της Ελλάδας, η λέξη είναι πολύ συχνή σε τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια, ενώ είναι παρούσα και στην λογοτεχνία μας, από τον Βάρναλη (Η «άγνωστη» ατιμία): «Δεν ήτανε κατάμαυρη νυχτιά κακού χειμώνα / που χε καρφώσ’ η παγωνιά τ΄αργά νερά στη χούνη», έως τον Γιώργο Κεντρωτή: «αρπάγης δίκην, στρίμωξε σε χούνη / το χοίρο και το έκαμε σαλάμι».
Πολύ συχνά εμφανίζεται η χούνη σε περιγραφές συμβάντων σε ορεινό περιβάλλον, τόσο λογοτεχνικές ή ιστορικές (π.χ., «Ένα μήνα γύριζαν το λαβωμένο καπετάνιο τους, κουβαλώντας τον πάνω σε ξυλοκρέβατο φτιαγμένο με κλαδιά, από διάσελο σε διάσελο κι από χούνη σε χούνη, στα δάση και τα ρουμάνια, όσο που τόνε γιατροπόρευε κάποιος κομπογιανννίτης γιατρός» (Δ. Φωτιάδης, Καραϊσκάκης), όσο και στα μηνύματα στο Διαδίκτυο κάθε φορά που πιάνει φωτιά σε κάποιο βουνό. Οπότε είναι απορίας άξιο γιατί η λέξη δεν υπάρχει και στα νεότερα λεξικά.
(Λέξεις που χάνονται, του Νίκου Σαραντάκου, από το ΒΗΜΑ)