Μούλκι είναι επί τουρκοκρατίας το ιδιωτικό αγρόκτημα, που ανήκε δηλαδή σε συγκεκριμένο άτομο κατά πλήρη κυριότητα. Δάνειο από το τουρκικό mülk (ιδιοκτησία, κτήμα). Υπάρχουν και πολλά...
Ο Ν. Πολίτης καταγράφει την παροιμία «Έχεις γρόσια στο σεντούκι; Δώσε τα και πάρε μούλκι». Στην Νέα πολιτική διοίκησι του Ρήγα Φεραίου, «Εκείνος που αγοράζει ένα μούλκι είναι πολίτης», ενώ για την διάλυση των μοναστηριών επί Όθωνα ο Μακρυγιάννης παραπονιέται ότι «έκαμαν και τα μούλκια λιβάδια και τα βόσκαγαν».
Με τον μουσουλμανικό νόμο, το μούλκι ήταν η μόνη ιδιωτική ιδιοκτησία και μόνο αυτή μπορούσε να κληρονομηθεί ή να μεταβιβαστεί. Όταν ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος, όλες οι δημόσιες γαίες περιήλθαν αυτοδίκαια στο κράτος, αλλά διάφοροι εοιτήδειοι κατάφεραν με πλάγιους τρόπους, να παρουσιάσουν τεράστιες εκτάσεις ως μούλκια και να βρεθου΄ν μεγαλιτσιφλικάδες. Ακόμα και σήμερα εκδικάζονται υποθέσεις για το αν πριν 200 χρόνια η τάδε τοποθεσία ήταν ή όχι μούλκι. Οπότε η λέξη θα έπρεπε να υπάρχει και στα νεότερα λεξικά.
(Λέξεις που χάνονται, του Νίκου Σαραντάκου, από το ΒΗΜΑ)