Κοινότατη λέξη, αν και όχι πανελλήνια, που δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό επειδή είναι από τις (όχι λίγες) λέξεις που κυρίως λέγονται και σπάνια γράφονται. «Παίρνω κάποιον καλικούτσα» θα πει «παίρνω κάποιον καβάλα...
Δεν είναι η μοναδική λέξη γι’ αυτήν την έννοια: για παράδειγμα, αλλού λέγεται ζαλίγκαή αγκάνια είναι όμως πιο διαδεδομένη και δεν θα έπρεπε να λείπει από τα λεξικά. Πολύ συχνά χρησιμοποιείται για πατεράδες που παίρνουν στους ώμους (περήφανοι) τα παιδιά τους: «εγώ πίσω με τη Θυγατέρα καλικούτσα στους ώμους να κυματίζει ψηλά ως σημαία οικογενειακή!» (Βοκάκιος, Βήμα, 1997), αλλά λέγεται και για ενήλικο που σηκώνει ενήλικο πολύ σπάνια για άψυχο φορτίο.
Ο Καρκαβίτσας σε διήγημά του περιγράφει τους γονείς που έμαθαν στο μικρό παιδί τους να ψελλίζει τις λέξεις «Πόλι – Γαστούνη» και ύστερα «φέροντες αυτό επί του ώμου, καλικούτσα, τω εδείκνυον εις την πεδιάδα – Να η Πόλι, η Γαστούνη, έλεγον εις αυτό».
(Λέξεις που χάνονται, του Νίκου Σαραντάκου, από το ΒΗΜΑ)