Περιγράφοντας σε μια συνέντευξη την πρώτη γνωριμία του με την Baez, το 1961, ο Dylan είχε πει ότι μέχρι τότε θεωρούσε πως η αλήθεια, για να αντικατοπτρίζει την ασχήμια της πραγματικότητας, οφείλει να είναι κι εκείνη...
Πως το «σχήμα» και η «μορφή» δεν έχει σημασία. Μόνο που τότε, άκουσε την Baez να τραγουδάει, και όλα άλλαξαν ήδη από τις πρώτες εκείνες τέλειες νότες. Και η ομορφιά με την αλήθεια έγιναν μέσα του ένα.
Αυτή την ιστορία θυμόμουν χθες το βράδυ, στο Χυτήριο, στην εκδήλωση του τομέα πολιτισμού της ΔΗΜΑΡ «Αναζητώντας τη Χαμένη Άνοιξη», ακούγοντας μετά από πολλά χρόνια ξανά live τη Μαρία Φαραντούρη. Προσωπικά, δεν έζησα τα 60s —γεννήθηκα όταν η δεκαετία εξέπνεε— αλλά μεγάλωσα κι εγώ τρώγοντας, όπως έλεγε πάλι ο Dylan, τα αποφάγια από το τραπέζι, στη μουσική, στις ιδέες, σε όλα. Τα 60s ήταν η μυθολογία πολλών από μας. Κάποια στιγμή, την ξεπεράσαμε — ίσως και επειδή έγινε τόσο mainstream, ήταν πάντα παντού, έχοντας χάσει πια με τον καιρό και από την πολλή χρήση την ευκρίνειά της, το «σχήμα» της.
Χθες το βράδυ, η Μαρία Φαραντούρη, μ’ ένα μικρόφωνο στοιχειώδες ή ακόμα και χωρίς αυτό, κατάφερε να ξαναδώσει σχήμα στα πράγματα. Μου υπενθύμισε την ομορφιά, αποκατέστησε την επαφή μου με τη μορφή των ιδεών και της τέχνης των 60s, έτσι όπως μόνο οι μεγάλοι καλλιτέχνες μπορούν. Με εκείνες τις χαμηλές νότες που ακουμπάνε κάτι κάτω από το δέρμα σου και το τραντάζουν ελαφρά με την επιβλητική παρουσία της στη σκηνή με την αίσθηση της βεβαιότητας για ό,τι τραγουδάει, έπεισε ξανά, κι εμένα και όλους εκεί, για την αλήθεια μιας εποχής, για εκείνα, δηλαδή, που δεν ξέρουν από λήθη.
Μου ήταν αδύνατο να τραγουδήσω μαζί της και μαζί με τον κόσμο. Ήθελα μόνο να απολαύσω ξανά αυτήν την τέλεια αφήγηση. Κι αυτό έκανα. Και ήταν εμπειρία… (dimartblog)