Το επόμενο πρωινό μας βρήκε να κάνουμε βόλτες με το τζιπ του Λουκά στους δρόμους της Ικαρίας. Η Βαλίνα οδηγούσε, αυτός ήταν δίπλα της και εγώ, με το κασετοφωνάκι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να καταγράψει κάθε αφήγηση του, καθόμουν στο πίσω κάθισμα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα καλλίγραμμα πόδια της κοπέλας που με είχε...
Αν και ήμουν σίγουρος ότι ο Λουκάς ήταν γνώστης αυτού του παιχνιδιού, δεν αισθάνθηκα ούτε μια στιγμή ενοχές, αλλά αντίθετα ένιωσα κάθε λεπτό που περνούσε μια ερεθιστική έλξη γι’ αυτήν και μια βουβή προτροπή από εκείνον, που μου προκαλούσε ένα αίσθημα ψυχικής εφορείας.
Είχα την αίσθηση πλέον ότι ζούσα μέσα σ’ ένα παραμύθι, για μεγάλα παιδιά και χωρίς να το καταλάβω, έγινα κομμάτι της ιστορίας, αγνοώντας το ρόλο μου και τη θέση που είχα μέσα σ’ αυτό.
Ήταν ίσως αυτό που μου είχε πει ο Αλέξανδρος: «… και όταν τον συναντήσεις και αισθανθείς ότι έχεις πάψει να είσαι ο εαυτός σου, μη διστάσεις να αφεθείς στα χέρια του. Αυτός ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να σε ταξιδέψει σε άγνωστους κόσμους και να σε κάνει να δεις τις πτυχές της ζωής σου, όπως ποτέ δεν είχες φανταστείς. Η ζωή γι’ αυτόν είναι ένα παραμύθι χωρίς ήρωες και αποχαυνωτικές ιστορίες. Είναι το δικό του παραμύθι, που χωρίς να το καταλάβεις θα σε εντάξει μέσα σ’ αυτό. Προσπάθησε να το απολαύσεις…».
Προς το μεσημέρι καθίσαμε σ’ ένα ταβερνάκι και αφού σερβιριστήκαμε μόνοι μας, μια μοναδική ιδιαιτερότητα της Ικαρίας, φάγαμε και ήπιαμε, με το Λουκά σε τακτά χρονικά διαστήματα να ρητορεύει, με το δικό του μοναδικό τρόπο.
«Από τις πουτάνες έμαθα ότι για να υπάρχει μια ισορροπία στα θέλω του σώματος και τα πρέπει του μυαλού, επιβάλλεται να έχεις αυξημένο το αίσθημα της αυτοϊκανοποίησης».
«Και… πως γίνεται αυτό» τον ρώτησα προσπαθώντας να κατανοήσω το συλλογισμό αυτών των γυναικών.
Κούνησε το κεφάλι του, χαμογέλασε και αφού μου έριξε μια ματιά γεμάτη κατανόηση, μου απάντησε.
«Η μέθοδος της αυτοϊκανοποίησης είναι η μόνη που σε απαλλάσσει από ενοχές και τύψεις, αρκεί να μη νιώθεις ηλίθιος όταν την εφαρμόζεις. Είναι η μόνη που σε βγάζει από το λαβύρινθο της ορμονικής δίνης και των σεξουαλικών ορμών σου. Δεν είναι ούτε κατάρα, ούτε ντροπή. Είναι η ικανοποίηση των θέλω του σώματος και ένας τρόπος απόδρασης από τις προσταγές του μυαλού που λειτουργούν με γνώμονα τη δικτατορία της κοινωνίας.
Ντροπή όμως είναι να ξεφτιλίζεις μια γυναίκα και να την αποκαλεί πουτάνα, θεωρώντας ότι με τα λεφτά σου μπορείς να ευνουχίσεις την ανθρώπινη υπόσταση της.
Μπορεί η μάνα μου να ήταν πουτάνα, μια τιποτένια για την κοινωνία, για μένα όμως ήταν ο κόσμος μου όλος. Ήταν αυτή που με έμαθε να λειτουργώ χωρίς ταμπού και να κοιτάζω τη ζωή στα μάτια…
(απόσπασμα από το βιβλίο «ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΠΙΣΤΙΑΣ» του Παύλου Ανδριά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΑΜΒΟΣ, Χ. Τρικούπη 31, τηλ. 210-3300443)