Το κινητό του Νίκου χτυπούσε επίμονα, βασανιστικά. Ο άνδρας με τα λαμπερό κρανίο, τελικά, ξύπνησε...
- Παρακαλώ.
- Νίκο, πού σε βρίσκω;
- Κική, εσύ; Στο υπουργείο είμαι. Τι συμβαίνει; Ακόμη δεν έχει ξημερώσει.
Ανήσυχος σηκώθηκε από το ράτζο που έτριξε ανατριχιαστικά μέσα στην ησυχία του υπουργικού γραφείου. Ο Νίκος κοιμόταν τα περισσότερα βράδια στο ΥΠΡΟΠΟ, στο πλαίσιο της παροιμιώδους επί των ημερών του αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας. Η ελληνίς ποιήτρια ακούστηκε ασθμαίνουσα:
- Το ξέρω, αλλά δεν μπορούσα να... περιμένω. Ξύπνησα μέσα στο φως του σκοτεινού μου ονείρου και παρόρμηση σαν αλογόμυγας το τσίμπημα με έκανε να σε πάρω στο κινητό σου, που ξέρω πως πάντα κοντά σου το 'χεις.
Ο υπομονετικός υπουργός την άφησε με τη στοργή που θα έδειχνε και στην γιαγιά του να ολοκληρώσει την ποιητική της καλικατζούρα. Ήταν άλλωστε συνηθισμένος.
- Ξέρεις ότι για μένα καμία ώρα δεν είναι ακατάλληλη.
- Ακατάλληλη, μια λέξη που σε χρόνια μακρινά με πάει, τότε που τα γιασεμιά στα σινεμά, τα λέγανε και θερινά, θαρρώ, παίζανε Δύο Έργα, στο Μεταξουργείο, στην Ομόνοια, εκεί που τώρα μετανάστες τα παγκάκια μας γεμίζουν και τους τοίχους κατουρούν, το αττικό τοπίο μολεύοντας.
"Τι θέλω και μιλάω, γαμώ την ατυχία μου; Αυτή θα μ' έχει στο έτσι καμιά ώρα με το "Ακατάλληλη" που είπα", είπε από μέσα του ο επικεφαλής των ΜΑΤ και των ΜΕΑ που δεν τα λένε πλέον ΜΑΤ και ΜΕΑ.
- Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω, αγαπημένη μου Κική; την διέκοψε κάπως άκομψα.
Η αισθαντική Κική, κατάλαβε ότι ο Νίκος είχε αρχίσει να παίρνει ανάποδες και μπήκε στο ψητό.
- Ζέστη του Μάη με ξύπνησε παράωρα και στο απέναντι παγκάκι, κάτω από το παραθύρι μου σχεδόν, μετανάστες δυο, όχι ένας, κουλουριασμένοι σαν γατιά κοιμούνται. Ροχαλίζουν και σαν ακούω και κλανιές μου εφάνη. Νίκο, κάνε κάτι.
- Δυο διμοιρίες θα σου στείλω, Κική μου, ανέφελο ύπνο να 'χεις.
- Ευχαριστώ σε, φίλε ανεκτίμητε και σε σένα το λέω: Την Χρυσή Αυγή, τους άθλιους ρατσιστές, να τους σκοτώσω θέλω.
- Μαζί Κική, θα νικήσουμε το ρατσισμό. Καλό σου πρωί… (sibilla)