Του Μανόλη Παντινάκη
Ο Ζαχαρίας Μοσχονάς στο Μέρωνα, ο ογδοντάχρονος άνθρωπος της φύσης, λάτρης των μεγάλων, καθαρών και ευπρεπισμένων μουστακιών, αντιμετωπίζει σήμερα ως…
Άνθρωπος της εξοχής, καθαρόαιμος αγρότης «τα κάνει ούλα τα αγροτικά, και το φύτεμα του δεντρού, και το κλάδεμα και το κέντρισμα» και ασφαλώς γνωρίζει τον καιρό πριν κάνουν… πρόγνωση οι μετεωρολόγοι. Έχει οργώσει ατέλειωτες εκτάσεις γης,
χρησιμοποιώντας πριν έλθουν τα ξύλινα άροτρα, «το σιντεράλετρο»… Τα χέρια του πολυδουλεμένα, έχουν γίνει «τανάλιες», σκληρά σαν ατσάλι!
Ο κάθε μυστακοφόρος στην Κρήτη, σέρνει και τη δική του φιλοσοφία! Άλλοι εκδηλώνουν εκ παραδόσεως «την αντρειά και τη λεβεντιά τους», άλλοι «θέλουν να δίνουν γοητεία», βάζοντάς του… λίπασμα και περιποίηση και μερικοί επιζητούν, να ξεχωρίζουν στην κοινωνία!
Ε, αυτός ο άνθρωπος το έχει… απλωμένο όλα του τα χρόνια, από τα 25 του και ίσως να μπήκε σε συναγωνισμό μόνο με τον συγχωριανό του Χρήστο Θεοδωράκη που και εκείνος έφερε «παχύ και μεγάλο μουστάκι». Τώρα, που «έπαιζε» χωρίς ανταγωνισμό, βρήκε το αφιλότιμο να… μαδίσει; Ωστόσο, στο Μέρωνα υπάρχει και ένας ακόμη, «γαμπρός του χωριού», όμως «δεν το περιποιείται» και είναι εκτός… ανταγωνισμού, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που έχει στην ανάπτυξή του!
ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ… «ΕΦΑΓΕ» ΤΟ ΜΟΥΣΤΑΚΙ
Εκείνο, όμως, που τρέμει είναι το κακό μάτι! Πιστεύει στο κακό πεπρωμένο, γιατί δυο φορές που τον είδαν και ψέλλισαν την έκπληξή τους, που «δεν έχει ψαρές τρίχες» τον χτύπησε η κακοδαιμονία… Τότε, λοιπόν, εξηγεί «με θωρεί πάνω στο γάιδαρο μια χήρα και δε μου έβγαλε άχνα. Δε μου μίλησενε! Μετά από πενήντα- εκατό μέτρα μπερδούκλωσε ο γάιδαρος και με θέτει κάτω στον αύλακα,, εκέ στην εκκλησία στον Άγιο Νεκτάριο…
»Την άλλη φορά είχα πάει στην Αγία Φωτεινή στο Αμάρι για να πάρω απού του Μαρίνου την αποθήκη ένα ψαλίδι. Με ξάνοιγενε ένας απού το βενζινάδικο και μου λέει: «Ίντα γίνεται με σένα και δεν ψαραίνει το μουστάκι σου;» Του λέω: «είμαι κακός άνθρωπος και γι αυτό δεν ψαραίνει…» Στο γυρισμό, μετά τη βρύση του χωριού, μ’ απαντήχνει μια γυναίκα και μου λέει επί λέξει: «Εσύ δεν ψαραίνεις καθόλου!»
Λέω κι αυτηνής: «Είμαι κακός άνθρωπος και γι αυτό δεν βγάνω ψαρή τρίχα…» Μετά από δυο ώρες άρχισενε να μαδεί το μουστάκι. Ε, το παραίτησα κι εγώ και δεν εξαναμεγάλωσενε από το θιαρμό κι ύστερα…»
Όταν καλείται να απαντήσει γιατί όλα του τα χρόνια επέμενε στο μεγάλο μουστάκι, θα πει: « Το είχενε ετσά λογιώ κι ο πατέρας μου ο Στελιανός. Οι παλιοί ήτανε ετσιδά! Εγώ το έπλυνα, το κούρευα, το καθάριζα,το ομορφόφιαζα και το έστριβα…» Κι αν κάποιος του ζητήσει να το κόψει πως θα αντιδράσει; «Δε μου το είπενε κιανείς μα και να μου το έλεγενε το ίδιο του ‘κανενε! Ε, να κόψω και τα χέρια μου;» (madeincreta)