(…μια επιλογή του Felix Burciak)
Ο χρόνος, σκέφτομαι, ίσως είναι μια αργοπορημένη τιμωρία – για ποιο πανάρχαιο σφάλμα! Βράδιαζε. Άνοιξα το παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το αιώνιο παράπονο του κόσμου...
Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε πολύ. Κι όταν ο Θεός μοίρασε τον κόσμο, τα παιδιά πήρανε τις γωνιές των δρόμων κι ο διάβολος τις πιο ωραίες λέξεις… Ύστερα το σπίτι ερήμωσε, όλοι έφυγαν, κι οι νεκροί κι οι φίλοι κι η νεότητα – δρόμοι λησμονημένοι στο βάθος της νύχτας και στον κήπο τα δέντρα είχαν ακούσει τόσους λυγμούς που ανθίζαν μ’ έναν άλλο τρόπο, «να με θυμάσαι» έλεγε τα φθινοπωρινά βράδια μια κοριτσίστικη φωνή, γιατί πάντα στα παιδικά μας χρόνια υπάρχει ένα κορίτσι που λέγεται Μαρία. Κι άλλα πράγματα που δεν έγιναν ποτέ – όπως συμβαίνει στην πιο αληθινή ζωή μας.
Ήμουν τόσο μονάχος που όλα θα τελείωναν στην αιωνιότητα. Εν αμάξι πέρασε, το σπίτι τραντάχτηκε κι αχ πώς να σωθείς απ’ την πραγματικότητα όταν δεν είσαι πια παιδί, ενώ στο βάθος του διαδρόμου ήταν εκείνη η μυστική πόρτα που θα τη βρούμε όταν θα ‘χουν περάσει τα χρόνια, όπως στην άκρη των θλιμμένων ποιημάτων που εκβάλλουν οι ποταμοί ή όπως οι λεχώνες που επιστρέφουν απ’ το άπειρο προτιμώντας ένα μικρό κλάμα εδώ στη γη.
Και καμιά φορά πηγαίνω και στέκομαι εκεί που ήταν η παλιά στάση του τραμ, γιατί; μα αυτό σας ρωτώ κι εγώ – κι έζησα με μυστηριώδεις υποθέσεις όπως πάντα όταν δεν έχει τι να κάνει κανείς ή άλλαζα συνεχώς δρόμο για να μην καταλάβω που ακριβώς έσφαλα και τις νύχτες έπαιρνα τη βαλίτσα μου ακόμα και στον ύπνο, γιατί ποιος ξέρει το τέλος του ταξιδιού; - με μια λέξη ο κόσμος ήταν τόσο ξένος που προτιμούσα μια καλή μπυραρία ή να σαρώσω όλον τον ουρανό όπως σ’ ένα ναυάγιο ή ν’ ανεβώ σε μια καρέκλα και να κοιτάξω πράγματα για πάντα χαμένα – α, μόνος μου έκανα τη ζωή μου άθλια για να μοιάζει λίγο με πραγματική.
Στιγμές που δε σε φτάνει μια ζωή ν’ αναπολήσεις όσα έζησες – και τα βράδια έριχνα όλες μου τις σκέψεις απ’ το παράθυρο μήπως και βρουν το δρόμο τους οι χαμένοι ταξιδιώτες, κι έζησα σε σπίτια που έμπαζαν από παντού για να θυμούνται οι επιλήσμονες, εξάλλου με τις διαρκείς αναβολές, όλο αύριο κι αύριο, έμεινα για πάντα δωδεκαετής. Πράγματα σκοτεινά που δεν θα εξηγηθούν παρά την ημέρα της Κρίσεως. Αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ μια νύχτα σ’ εκείνη τη μεγάλη εξέγερση, οι τραυματιοφορείς μ’ ακούμπησαν για μια στιγμή κάτω και τότε κοίταξα τα άστρα, Θεέ μου, πώς έλαμπαν, και ξαφνικά δε μ’ ένοιαζε που είχαμε νικηθεί, «όλο το άπειρο είναι δικό μας», είπα μέσα μου κι έκανα όρκο να φέρω ως το τέλος το πεπρωμένο μου.
Κουβέντιαζα με τη μητέρα θυμάμαι όταν μπήκε το φθινόπωρο, ένα γραμματοκιβώτιο ήταν καρφωμένο στον τοίχο σαν ένα τρόπαιο λησμονιάς – ώσπου στο τέλος ενδίδεις, είναι λιγότερο κουραστικό, πένθη που θα μας οδηγούσαν στην τρέλα ή στο θάνατο κι άξαφνα ένα πρωί είδαμε ότι τα ‘χουμε ξεχάσει. Μόνο καμιά φορά ένα τραγούδι μακρινό τη νύχτα ή μια ακαθόριστη μυρουδιά ξυπνάει τ’ αλλοτινά – ποιος θα σε σώσει τότε…
Τελικά ήμουν πολύ φιλόδοξος για ν’ αρκεστώ μονάχα σε μια ζωή κι όπως όλοι οι ήρωες ξύπνησα άξαφνα μια νύχτα χωρίς να θυμάμαι ποιος είμαι ή όπως αυτή η βρεγμένη ομπρέλα στο διάδρομο είναι η αδιάσειστη απόδειξη ότι διέσχισα τον κατακλυσμό – ω αιώνα μου, είμαι χρεωμένος τόσες σκληρότητες, μα εγώ φεύγοντας θ’ αφήσω ένα γράμμα τρυφερό γι’ αυτούς που θα ‘ρθουν.
Και κάποτε θα σας διηγηθώ για τη θεία Ρόζα που είχε μιαν άτυχη ιστορία ή μάλλον δεν είχε καμιά ιστορία. Απλώς μια νύχτα στη βεράντα έκανε να πιάσει εν’ άστρο που έπεφτε – και γκρεμίστηκε απ’ τις σκάλες. Από τότε στηριγμένη στα δεκανίκια προχωράει και χάνεται σε κήπους φανταστικούς.
Τάσος Λειβαδίτης
Βιολέτες για μια εποχή, 1985