Η μουσική ιστορία του Νικόλα Πατέστου ξεκίνησε πριν από εξήντα χρόνια στη Μυτιλήνη, όταν ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με ένα αστραφτερό juke box που γέμιζε με μελωδίες των...
Η εφημερίδα Espresso συνάντησε τον 68χρονο κυρ-Νίκο στο μικρό μαγαζί που διατηρεί στον Κολωνό στην Αθήνα και μίλησε μαζί του για τις άσβεστες αναμνήσεις της δεκαετίας του '60, για το πάθος με τα juke box αλλά και για τις αναπαλαιώσεις τις οποίες γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους. Θυμάται την πρώτη του επαφή με τα juke box και μας ταξιδεύει στα μέσα της δεκαετίας του '50: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Μυτιλήνη και ξεκίνησα να ασχολούμαι με τα juke box από τα μαθητικά μου χρόνια. Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα υπήρχαν περισσότερα από 120.000 κομμάτια. Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο, παράλληλα με τα μαθήματα επισκεύαζα και juke box. Τότε όλα τα καφενεία είχαν από ένα, αφού ήταν ο μοναδικός τρόπος για να ακούσουν οι πελάτες μουσική. Ουσιαστικά ήταν ο μοναδικός τρόπος διασκέδασης, αφού τα παλιά γραμμόφωνα θεωρούνταν ξεπερασμένα και δεν ήταν λειτουργικά γιατί έπρεπε να υπάρχει κάποιος για να τα κουρδίζει συνέχεια».
Το 1962 ο κυρ-Νίκος αφήνει τη Μυτιλήνη και πιάνει δουλειά στην Αθήνα, στην εταιρεία του Γεωργακόπουλου, του μεγαλύτερου εισαγωγέα juke box. Ο ίδιος μας λέει: « Όσοι δουλεύαμε στον Γεωργακόπουλο, στην Πατησίων, ήμασταν η πρώτη σειρά που ασχολήθηκε με juke box. Τα περισσότερα από τα πρώτα κομμάτια που ήρθαν στην Ελλάδα ήταν σσε άθλια κατάσταση. Τα φέρνανε μέσα σε κοντέινερ από την Αμερική και στη συνέχεια τα συναρμολογούσαμε και τα επισκευάζαμε. Το '64 ήρθαν στην Αθήνα δύο Αμερικανοί από την ΑΜΙ, που μας εκπαίδευσαν στη συντήρηση και την επισκευή. Έτσι φτιάχναμε τα juke box και τα βάζαμε στα καφενεία, αλλά και στα μπαράκια και τα καμπαρέ που υπήρχαν στο Σύνταγμα. Τότε ήμασταν πέντε άτομα και κάθε βράδυ κάναμε γύρα για να τα τσεκάρουμε. Παίρναμε και τις εισπράξεις και τις πηγαίναμε στον Γεωργακόπουλο. Αυτός άδειαζε τα κέρματα πάνω στο γραφείο και σχηματιζόταν ολόκληρο βουνό από φράγκα, δίφραγκα και τάλιρα. Από αυτά μας έβγαζε το μεροκάματο».
Επισκευάζοντας juke box στα αθηναϊκά κέντρα του '60, ο κυρ-Νίκος έζησε μοναδικές στιγμές, που σήμερα τις διηγείται με νοσταλγία: «Θυμάμαι μια φορά σε ένα κουτούκι στην Ομόνοια. Μπήκα να επισκευάσω ένα juke box και το μαγαζί ήταν τεκές, με περίεργα τσιγάρα και τα συναφή. Με πιάνει λοιπόν ένας μάγκας και μου λέει: “Κοίτα να δεις, δεν έχω χρήματα, οπότε άμα θες επισκεύασέ το χωρίς φράγκα. Αν όμως το φτιάξεις και τραγουδήσει, θα ρίξω ένα ζεμπέκικο για πάρτη σου”. Πράγματι έκατσα και έφτιαξα το μηχάνημα και μόλις τελείωσα, ο τύπος έδωσε ρεσιτάλ! Σηκώθηκε από την καρέκλα του και τοποθέτησε στο πάτωμα μερικά μικρά ποτήρια του κρασιού. Στη συνέχεια έριξε ένα κέρμα στο juke box, έβαλε ένα παλιό ρεμπέτικο και άρχισε να χορεύει πατώντας πάνω στα ποτήρια. Έπαθα πλάκα και του είπα “χαλάλι σου η επισκευή!”».
Πόσο εύκολο ήταν όμως για έναν μέσο εργαζόμενο να αποκτήσει το δικό του juke box, ακόμη κι εκείνη την εποχή που υπήρχαν σε αφθονία; Ο μάστορας γυρίζει τον χρόνο πίσω και μας λέει πως ορισμένα από τα καλά κομμάτια που κυκλοφορούσαν τότε κόστιζαν μια ολόκληρη περιουσία: «Εκείνα τα χρόνια τα juke box ήταν πανάκριβα. Ορισμένα κομμάτια κόστιζαν όσο και ένα μικρό διαμέρισμα! Οι τιμές τους ξεκίναγαν από 50.000 δραχμές και μπορούσαν να ξεπεράσουν ακόμη και τις 80.000 δραχμές. Μιλάμε για πολλά λεφτά! Οι περισσότεροι μαγαζάτορες τα αγόραζαν με γραμμάτια. Εδιναν μια προκαταβολή και μετά, κάθε μήνα και χιλιάρικο! Βέβαια, από τη στιγμή που τα έβαζαν στο μαγαζί τους είχαν κέρδος. Με ένα τάλιρο μπορούσες να επιλέξεις έξι τραγούδια! Από τις αρχές της δεκαετίας του '50 μέχρι τα τέλη του '60 τα juke box είχαν μεγάλο σουξέ. Οπως και τα φλιπεράκια αλλά και τα “γερανάκια”, που έριχνες δίφραγκο και προσπαθούσες να πιάσεις ένα πακέτο αμερικάνικα τσιγάρα. Οταν ανέβηκε στην εξουσία ο Γεώργιος Παπανδρέου απαγόρευσε τα φλιπεράκια και τα “γερανάκια” γιατί τα θεώρησε τυχερά παιχνίδια. Τα juke box παρέμειναν, αλλά στα χρόνια που ακολούθησαν άρχισαν να χάνουν την αίγλη τους. Ο κόσμος τα παράταγε στην τύχη τους και η δουλειά έπεσε δραματικά. Ετσι ασχολήθηκα με την κλωστοϋφαντουργία, αλλά και με τις επισκευές οικιακών συσκευών».
«Ολλανδοί και Βέλγοι τα μάζευαν με τις νταλίκες το '80»
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο κυρ-Νίκος Πατέστος άρχισε να μαζεύει όλα τα juke box που έβρισκε, είτε σε καφενεία είτε σε δρόμους και αποθήκες. Παζάρευε τις τιμές, έψαχνε σε απίθανα μέρη και συγκέντρωνε καλοδιατηρημένα αλλά και παρατημένα εργαλεία, με σκοπό να τα επισκευάσει στο μέλλον. Ομως δεν ήταν ο μόνος που έδειχνε να αναγνωρίζει την αξία τους. «Τα περισσότερα από τα juke box που υπήρχαν στην Ελλάδα τα αγόρασαν Ολλανδοί και Βέλγοι. Θυμάμαι, στις αρχές της δεκαετίας του '80, που είχαν έρθει και τα μάζευαν με τις νταλίκες. Μάλιστα, κάποια από αυτά τα φέρνανε στο μαγαζί μου για να τα συμμαζέψω. Στην Ολλανδία υπάρχουν πάρα πολλά juke box. Αυτή τη στιγμή έχω γύρω στα τριάντα εργαλεία. Τα έχω βάλει σε μια αποθήκη και κάθε τόσο βγάζω από ένα για να το επισκευάσω. Το πιο σπάνιο μοντέλο που έχω είναι ένα ΑΜΙ που έχει κατασκευαστεί στην Ευρώπη. Είναι τα λεγόμενα “Ε-ΑΜΙ” τα οποία πωλούνται για περισσότερα από 30.000 ευρώ! Εγώ το είχα βρει πεταμένο σε ένα κοτέτσι στα Μέγαρα! Τα τελευταία πέντε χρόνια τα juke box άρχισαν να γίνονται και πάλι της μόδας. Σήμερα όμως έχουν μείνει πολύ λίγα και οι ιδιοκτήτες τους αρνούνται να τα πουλήσουν. Στην αγορά υπάρχουν λίγα κομμάτια, τα αμερικάνικα της δεκαετίας του '50 που είναι ακριβά, αλλά και γερμανικά ή γαλλικά κλειστού τύπου, που είναι πιο φθηνά επειδή είναι μεταγενέστερης χρονολογίας και επειδή δεν μπορείς να δεις τον μηχανισμό και το δισκάκι που γυρίζει».
Από 3.000 έως 15.000 ευρώ η τιμή τους
WURLITZER, ROCKOLA, CONTINENTAL ΚΑΙ AMI ΤΑ ΠΙΟ ΑΚΡΙΒΑ
Την ώρα που μας ξεναγεί στο μαγαζί του και ενώ μας βάζει να ακούσουμε τον «Μπάρμπα Γιάννη» του Στέλιου Καζαντζίδη από ένα εκπληκτικό Rockola, ο κυρ-Νίκος μας εξηγεί τι ακριβώς «παίζει» με τις τιμές και τις αναπαλαιώσεις. «Τα πιο σπάνια και τα πιο ακριβά είναι τα Wurlitzer, τα Rockola, τα Continental και τα Ami. Τα καλύτερα juke box βγήκαν τη δεκαετία του '50 και φυσικά ήταν αμερικάνικα. Αυτά είναι πραγματικά πολύ καλά κομμάτια. Οι τιμές τους εξαρτώνται από την κατάσταση που βρίσκονται, από τη χρονολογία και το μοντέλο. Υπάρχουν κάποια μικρά που κοστίζουν 3.000 ευρώ και κάποια άλλα που ξεπερνούν τα 15.000 ευρώ. Τα πιο ακριβά είναι τα Wurlitzer. Η τιμή τους σπάνια πέφτει κάτω από 7.000 ευρώ. Αν κάποιος θέλει να κάνει μια γενική ανακατασκευή σε ένα juke box για να το φτιάξει σαν καινούργιο, τότε ίσως χρειαστεί να ξοδέψει ακόμη και 7.000 ευρώ. Οταν τα επισκευάζουμε, δέχονται κέρματα μισού ευρώ με τα οποία επιλέγεις δύο τραγούδια. Τα χρήματα για την επισκευή είναι αρκετά, αλλά το αποτέλεσμα είναι πραγματικά εκπληκτικό. Η διαδικασία της αναπαλαίωσης μπορεί να διαρκέσει ακόμη και δύο μήνες. Το καλό πράγμα αργεί να γίνει!» Λίγο πριν τον αφήσουμε να συνεχίσει την αναπαλαίωση ενός σπάνιου Wurlitzer, του ζητάμε να μας περιγράψει τα αισθήματα που τρέφει για το αντικείμενο με το οποίο πορεύεται εδώ και πενήντα ολόκληρα χρόνια: «Εμένα τα juke box είναι ολόκληρη η ζωή μου. Χωρίς αυτά δεν ξέρω τι θα έκανα. Το μαγαζί μου είναι το στέκι μου. Οταν βρίσκομαι εδώ είμαι ευτυχισμένος. Εμένα τα juke box με βοήθησαν να επιβιώσω. Τα αγαπάω με όλη μου την καρδιά!»
Οι επώνυμοι πελάτες του
Ο Νίκος Πατέστος μας εξομολογείται πως η οικονομική κρίση είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της ζήτησης ενώ μας αποκαλύπτει μερικούς από τους επώνυμους πελάτες του: «Εδώ έχουν έρθει πολλοί πελάτες από τον καλλιτεχνικό χώρο, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Χάρρυ Κλυνν. Ενα ωραίο juke box έφτιαξα και για τον Αγγελο Πυριόχο. Το πήρε και το πήγε στη Ζάκυνθο όπου μένει μόνιμα τα τελευταία χρόνια. Εκτός από καλλιτέχνες, υπάρχουν και πολλοί γιατροί, δικηγόροι αλλά και επιχειρηματίες που αγοράζουν ή φτιάχνουν τα δικά τους juke box για να διακοσμήσουν τα σπίτια τους»… (lesvosnews)