Η παρουσία Ρωσικού πληθυσμού στη Συρία είναι απόρροια ενός πειράματος που ξεκίνησε το 1963 όταν το Συριακό σοσιαλιστικό κόμμα (Μπάαθ) ήρθε στην εξουσία. Οι Ρώσοι προσέφεραν μόρφωση σε τοπ φοιτητές από την Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να αναμειχθούν με τους Σοβιετικούς συμφοιτητές τους σε ομάδες εργασίες και «απογεύματα φιλίας και συναδέλφωσης».
Απώτερος στόχος ενός τέτοιου διεθνιστικού, διαφυλετικού κοινωνικού πειράματος ήταν η δημιουργία μίας φιλικά προσκείμενης στη Σοβιετική Ένωση ελίτ διανοουμένων (γιατρών, καθηγητών και αξιωματούχων), οι οποίοι επέστρεφαν στα πάτρια εδάφη φέροντας μαζί τους μετανάστριες από τη Ρωσία, τις οποίες είχαν νυμφευθεί.
Ένα τέτοιο κοινωνικό πείραμα εθεωρείτο και από τις δύο πλευρές ως μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεφύγουν – τόσο οι Σύριοι νεαροί επιστήμονες, όσο και οι μέλλουσες Ρωσίδες σύζυγοι – από τα κοινωνικά στερεότυπα διαμόρφωσης της ανδρικής και γυναικείας συμπεριφοράς των χωρών τους.
Δεν εκπλήσσει καθόλου λοιπόν το γεγονός ότι αυτή η ίδια αυτή ελίτ ανθίσταται στην απομάκρυνση του Ασάντ από την εξουσία – μία θέση την οποία υιοθετεί και η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, υποστηρίζοντας ότι το καθεστώς του Ασάντ προστατεύει τις θρησκευτικές μειονότητες και λειτουργεί ως ανάχωμα ενάντια στον Ισλαμικό φονταμενταλισμό… (iefimerida)
Paulitos