Λιμοκοντόρος



Η λέξη προήλθε κατά συνειρμό  από το «λιμάζω» (λίμα= πείνα), « κόντες» και «ντοτόρος» (= κόντες και γιατρός, κατά το κανταδόρος και σουλατσαδόρος).

 «Λιμοκοντόρος» χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος που αν και είναι πάμπτωχος είναι φιλάρεσκος, κομψεύεται και ερωτοτροπεί.

Έτσι ονομαζόταν όμως και το παλιό μονόδραχμο χάρτινο νόμισμα, ως ευτελές.  (Διπλός λιμοκοντόρος= το δίδραχμο).


Η μουσίτσα



Εγγραφή στο Newsletter μας

Please enable the javascript to submit this form

© 2004 - 2024 All Rights Reserved. | Φιλοξενία & Κατασκευή HostPlus LTD

hostplus 35