Στην αρχαία Ελλάδα, καπηλειό ονομαζόταν ο υπαίθριο χώρος ή το κατάστημα, όπου οι κάπηλοι, οι ιδιοκτήτες των καπηλειών, κατ’ επέκταση οι έμποροι, μεταπωλούσαν λιανικώς διάφορα εμπορεύματα ή προϊόντα, όπως ψωμί, λάδι, κρασί, σιτάρι, ακόμη και δούλους. Αργότερα, τα καταστήματα αυτά πρόσφεραν τροφή και κατάλυμα στου οδοιπόρους που περνούσαν, πουλώντας τους διάφορα είδη σε υπερβολικές τιμές ή με πλαστό βάρος. Από την εκμετάλλευση αυτή καπηλειά έφτασε να ονομάζονται, ως τις μέρες μας, το αισχροκερδές εμπόριο.
Στο πέρασμα των χρόνων, τα καπηλειά ταυτίστηκαν με τα καταγώγια και απέκτησαν χειρότερη φήμη, επειδή σε τέτοιου είδους μαγαζιά άρχισαν να συχνάζουν γυναίκες ελαφρών ηθών και αργότερα άνθρωποι του υποκόσμου. Αναφέρεται πως ένας Αθηναίος αεροπαγίτης αποβλήθηκε από το Σώμα του Αρείου Πάγου, επειδή σύχναζε σε ένα καπηλειό. Εξαίρεση αποτελούσαν οι φιλόσοφοι και οι άνθρωποι των γραμμάτων της εποχής, που επισκέπτονταν τα κέντρα αυτά για φιλοσοφικές, όπως έλεγαν παρατηρήσεις.
Επειδή λοιπόν η κοινή γνώμη καταδίκασε τα καπηλειά, λόγω του είδους των συναλλαγών που πραγματοποιούσαν εκεί, «κάπηλος» ονομάστηκε μεταφορικά ο εκμεταλλευτής ευγενικού ιδεώδους. Αντίθετα το καπηλειό ως κατάστημα ενοχοποιήθηκε από το βαρύ παρελθόν του και έτσι ονομάζεται σήμερα γενικά το οινοπωλείο, το οινομαγειρείο, η ταβέρνα.
Η μουσίτσα