Κάποτε ένας ληστής σκότωσε καταμεσής του δρόμου. Κυνηγημένος απ’ όσους έτυχε να βρίσκονται στο δρόμο, εγκατέλειψε το νεκρό και το’ βαλε στα πόδια. Στους περαστικούς που συναντούσε τρέχοντας και τον ρωτούσαν γιατί ήταν λερωμένα τα χέρια του, έλεγε πως μόλις κατέβηκε από μια μουριά. Στο μεταξύ, ενώ έλεγε αυτά τον έφτασαν αυτοί που τον κυνηγούσαν. Τον έπιασαν τότε και τον κάρφωσαν σε μια μουριά. Και το δέντρο του μίλησε:
«Δε μου κακοφαίνεται που βοηθώ στο θάνατο σου, γιατί το αίμα που έχυσες πεθύμησες να το σκουπίσεις από πάνω μου».
Ο μύθος μας λέει πως οι άνθρωποι που από τη φύση τους είναι καλόψυχοι, όταν κανείς τους συκοφαντεί για κακούς, δεν δείχνουν δισταγμό να φανούν απέναντί τους κακοί.
«Αισώπου Μύθοι»