Η λέξη είναι περσικής προέλασης {ντερ= πόρτα + βις= κοίταγμα} και σημαίνει ζητιάνος που στέκεται στην πόρτα ή που γυρίζει από πόρτα σε πόρτα. Δερβίσηδες σήμερα αποκαλούνται σε πολλές χώρες του μουσουλμανικού κόσμου τα μέλη μυστικιστικών θρησκευτικών αδελφοτήτων (ταρίκα) που έχουν απαρνηθεί τα εγκόσμια και ζουν με υποχρεωτική πενία και αγαμία σε μοναστήρια (τεκέδες) ή και μέσα στον κόσμο.
Παλιότερα, ονομάζοντας μελαμή από την αραβική {μελαμέτ= η τύψη της συνείδησης}, αργότερα φακίρ {= πτωχοί από το νεοελληνικό φουκαράς} και τελικά δερβίσηδες {=φτωχός και ολιγαρκής}.
Από το χαρακτηριστικό περιστρεφόμενο χορό τους, κατέληξε στις μέρες μας να χαρακτηρίζεται «δερβίσης» ο υπερήφανος, λεβέντης, θαρραλέος και ενθουσιώδης άντρας.
Η μουσίτσα