Κάποτε ένας έλατος κι ένας βάτος μάλωναν. Το έλατο περηφανευόταν λέγοντας: «Είμαι ωραίο, κορμόλιγνο, πανύψηλο και πολύ χρήσιμο για τις στέγες των ναών και για τα βαπόρια. Κι εσύ, έλεγε στο βάτο, πως θαρρεύεις και τα βάζεις μαζί μου;»
«Θυμήσου, απάντησε ο βάτος, τα τσεκούρια και τα πριόνια που σε κόβουν και θα δεις πως θα το επιθυμήσεις πολύ να ήσουν καλύτερα βάτος».
Ο μύθος θέλει να μας πει πως ποτέ δεν πρέπει να νοιώθουμε υπερηφάνεια για τα’ όνομα που έχουμε, γιατί η ζωή των ταπεινών ανθρώπων είναι πιο ασφαλισμένη από κινδύνους.
«Αισώπου Μύθοι»