Η φράση σημαίνει ότι, όταν η κρατική εξουσία είναι ισχυρή, θέλουν δε θέλουν υποτάσσονται όλοι.
Επί Γεωργίου Α, ακόμα και στην πρωτεύουσα αφθονούσαν τα αδέσποτα σκυλιά. Η λύσσα, ιδίως τα καλοκαίρια, βρισκόταν σε έξαρση. Το Λυσσιατρείο, που βρισκόταν κοντά στην Πλατεία Αμερικής, δεν προλάβαινε να θεραπεύει αρρώστους από τη λύσσα. Τότε, κατά προσωπική σύσταση του Γεωργίου (γι’ αυτό και διαταγή βασιλική), προς την κυβέρνηση, συστηματοποιήθηκε η σύλληψη των αδέσποτων σκυλιών σ’ όλη την επικράτεια από τον μπόγια (δήμιο), ο οποίος έπιανε όσα σκυλιά έβρισκε στους δρόμους με μια μεγάλη απόχη, τα περιόριζε σε κλούβα που είχε τοποθετήσει πάνε σ’ ένα κάρο και τα μετέφερε κάπου κοντά στο Βοτανικό. Οι κύριοι των σκύλων- όταν υπήρχαν τέτοιοι κι αν πραγματικά ενδιαφέρονταν για τα ζώα τους- πλήρωναν πρόστιμο και ξανάπαιρναν τα σκυλιά τους. Υποχρεώνονταν όμως στο εξής να τους φορούν φίμωτρο και να τα κρατούν από αλυσίδα οσάκις τα κυκλοφορούσαν. Εάν δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις αυτές, τα σκυλιά έπρεπε να παραμένουν δεμένα στα σπίτια.
Έτσι με τον περιορισμό, δηλαδή το δέσιμο των οικόσιτων σκυλιών ή με την θανάτωσή των αδέσποτων, λιγόστεψαν στο ελάχιστο τα δαγκώματα των ανθρώπων από σκυλιά. Με τον αντιλυσσικό ορό βεβαίως του Λούι Παστέρ {1885} σώθηκε οριστικά ο πληθυσμός από τη φοβερή αρρώστια.
Η μουσίτσα