Μίκης Θεοδωράκης - Οδυσσέας Ελύτης
Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μάνος Κατράκης, Θόδωρος Δημήτριεφ
Χορωδία Θάλειας Βυζαντίου
Πρώτη κυκλοφορία : 1964 ΕΜΙΑΛ
Μιλώντας για την πρώτη ιστορική ηχογράφηση του έργου, στις αρχές της δεκαετίας του ' 60, είναι σχεδόν απίστευτο πως κατόρθωσε η δύναμη του έργου να υπερκεράσει και τελικά να καλύψει τις τεράστιες τεχνικές ελλείψεις και δυσκολίες που, αν και επηρέασαν αυτήν την πρώτη ηχογράφηση, ξεχάστηκαν με την κυκλοφορία του. Η πρώτη ηχογράφηση έμοιαζε με θρίλερ.
Τα στούντιο της εποχής στο ελάχιστο δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν χορωδία, συμφωνική ορχήστρα, σολίστες κ.λ.π. και η ηχογράφηση έγινε κλιμακωτά στο στούντιο της Κολούμπια και στο κινηματογραφικό στούντιο Άλφα.
Το αποτέλεσμα της πρώτης φωνοληψίας και ο ίδιος ο συνθέτης το αναγνωρίζει, είναι κατά 50% κάτω από τις προσδοκίες. Μάλιστα, όταν αυτή ολοκληρώθηκε μετά χιλίων βασάνων, ούτε η εταιρεία ούτε ο ποιητής ήθελαν να κυκλοφορήσει και μόνον ο Μίκης Θεοδωράκης με τον γνωστό ορμητικό του τρόπο επέμενε και τα κατάφερε στο τέλος. Ίσως γιατί ήταν ο μόνος, που από τότε ακόμη είχε την ικανότητα να αντιλαμβάνεται το λαϊκό αισθητήριο.
Το έργο αυτό παίδεψε τον Μίκη περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο.
Μπορεί να το συνέθεσε μέσα σε δύο περίπου χρόνια ('60-'61) όμως για να το ολοκληρώσει χρειάστηκε άλλα τρία χρόνια περίπου.
Η αγωνία του ήταν να συνδυάσει το συμφωνικό στοιχείο, το βυζαντινό (ψάλτες) και την έντεχνη ελληνική μουσική που από τον «Επιτάφιο» ήταν περίπου ο νονός της.
Είναι εκπληκτικό ότι στις συνθήκες εκείνης της εποχής κατάφερε να συνδυάσει και τα τρία αυτά στοιχεία στη σύνθεση και στην τελική εκτέλεση του έργου και να δώσει ένα τόσο απτό δείγμα της μεγαλοφυΐας του.
Το βασικό του επιχείρημα έναντι εκείνων που αρνούνταν την κυκλοφορία του δίσκου εξαιτίας των μεγάλων τεχνικών προβλημάτων της ηχογράφησης ήταν μια φράση : Ο κόσμος δεν ακούει με τα αυτιά του, ακούει με την φαντασία του, και να που επαληθεύτηκε.
Ένα ιστορικό ανέκδοτο που διηγείται ο ίδιος ο Θεοδωράκης δείχνει το μέγεθος της δύναμης του έργου στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Ήταν φθινόπωρο του 1964 και βρισκόταν στις Σέρρες για συναυλία. Μπροστά σε ένα κατάστημα δίσκων βλέπει αρκετό κόσμο να περιμένει σχηματίζοντας ουρά. Πλησιάζει και ρωτάει έναν από εκείνους που περίμεναν, ο οποίος μάλιστα φαινόταν αγρότης.
-Τι περιμένεις πατριώτη, στην ουρά να αγοράσεις;
- Με έστειλαν από το χωριό μου στις Σέρρες να αγοράσω το «Αξιον Εστί», που μάθαμε ότι σήμερα θα έρθει στην πόλη.
«Τότε σκέφτηκα», σημειώνει σε ένα κείμενο του ο συνθέτης, «Άραγε υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό να κάνεις στη ζωή σου; Μήπως αυτό είναι η κορυφή;»
ΠΗΓΗ: 100 Δίσκοι και η ιστορία τους από τον Μελωδία fm 99,2 - ειδική έκδοση, Καθημερινή