Θέμα της εβδομάδας έγινε ο Κίμωνας και σιγά που θ’ άφηνε ο Μηνάς το όλο σκηνικό ασχολίαστο!
«Άκου ρε Τζιμάκο, θράσος ο Κίμωνας. Ο ντιρλαντάντα του ΠΑΣΟΚ, που τον μαζέψανε από τις πλατείες και τις λαϊκές αγορές και τον έκαναν κομματάνθρωπο! Που κάποτε έστελνε επιστολή στον Παττακό για την απόλυσή του από τη ΔΕΗ, που είχε σκορπίσει θλίψη στην οικογενειά του, δηλώνοντας αντικουμουνιστής για να τον λυπηθεί»!
«Αυτοί μας κυβερνάνε αγαπητέ μου, με τις ευλογίας μας. Με τη δική μας ανοχή κάνουν ό, τι κάνουν» του απαντά ο Μελέτης, ρίχνοντας μπαρούτι στη φωτιά… και το Τζιμάκο να κουνάει το κεφάλι του.
«Ωραία και; Τι πρέπει να κάνουμε δηλαδή; Να τα κατεβάσουμε και να τους πούμε περάστε, έχουμε κάνει και αποτρίχωση; Ε, για πες μου;» τους ρωτάει, με το μάτι του Μηνά να γυαλίζει από θυμό.
«Απλά πρέπει εμείς να βάλουμε τα όρια και να σταματήσουμε να θεοποιούμε τέτοιου είδους ανδρείκελα…» παρατήρησε ο Μελέτης.
«Μα δεν τον είδες τον κερατά;» του λέει κόβοντας στη μέση το λόγο του φίλου του…
«Ε και τι έγινε λέει. Ο πρώτος είμαι που περνάω με κόκκινο; Τρία πέρασε ο ανέραστος και ήθελε να το παίξει Ντιούκς η βλεφαροβαμμένη νυφίτσα, που αντί να βγάλει το σκασμό, ήθελε να κάνει και κριτική στο δημοσιογράφο ότι δεν έκανε καλά το ρεπορτάζ. Τι ήθελε δηλαδή να πει για να είναι ικανοποιημένη η πράσινη μαϊμού. Πρώην βουλευτής κάτω από έντονη στομαχική διαταραχή και τυμπανισμό την ουροδόχο κύστη, με την κόρη του να τον πιέζει για να προλάβει το πάρτι της φίλης της, ως άλλος Λάουντα προσπέρασε με δεξιοτεχνία τους κόκκινους σηματοδότες, που ο αέρας έριξε στο δρόμο τους και δίχως να προκαλέσει κάποιο τραυματισμό, στάθηκε σοκαρισμένος μπροστά στα όργανα της τάξης που του διέκοψαν το σλάλομ και του ζήτησε τα ρέστα γιατί στο πρόσωπό του είδαν όλους εκείνους που χρόνια μας πηδάνε. Αυτό ήθελε; Ή μήπως ήθελε και να του ζητήσουν και συγνώμη;»
«Μωρέ δίκιο έχεις και δυστυχώς δεν βρέθηκε κανείς να τον βάλει στη θέση του, γιατί ο κόσμος πλέον στερείτε αξιοπρέπειας και θάρρους» απαντά ο Μελέτης για να ξαναπάρει εκείνος το λόγο…
«Μωρέ αν ήμουν εγώ, θα τον ξεβράκωνα, θα του έδενα χειροπόδαρα και θα τον έβαζα μέσα, ζητώντας συγνώμη από το παιδί για τον καραγκιόζη τον πατέρα του που δεν είναι άξιος ούτε το λάθος του ν ‘αναγνωρίσει ούτε να δώσει το καλό παράδειγμα στο σπλάχνο του. Η αναμαλλιασμένη φοράδα του κερατά. Έλεος δηλαδή. Τους σιχάθηκα»!
(Από τη συλλογή χρονογραφημάτων «Τα λόγια του καφενέ» του Παύλου Ανδριά)