Τα γιορτινά της φόρεσε για μια ακόμα χρονιά η Ελλαδίτσα μας. Σε κάθε γωνιά της, όπου κι αν βρεθούμε είναι τα πάντα στολισμένα, χαρούμενα και λαμπερά. Είναι οι μέρες που τα ήθη και τα έθιμα μας ξεχωρίζουν και προσπαθούν να μείνουν αναλλοίωτα στο χρόνο.
Το Χριστόψωμο, οι τηγανίδες, το κυνήγι, το έθιμο της ζύμης, τα καρύδια, η σφαγή του γουρουνιού ή η γουρουνοχαρά, τα κλωνάρια στο τζάκι, το Πάντρεμα της φωτιάς, το αναμμένο πουρνάρι, είναι μερικά από τα έθιμα που συναντάμε σε διάφορα μέρη της χώρας μας.
Το «Χριστόψωμο» η αλλιώς «ψωμί του Χριστού, το φτιάχνει η νοικοκυρά την παραμονή των Χριστουγέννων με ιδιαίτερη ευλάβεια. Πάνω του είναι χαραγμένος ή «κεντημένος» ένας σταυρός από ζύμη και γύρω διάφορα στολίδια, ανάλογα με τις πεποιθήσεις και την καλαισθησία των πιστών.
Το συναντάμε στη Μάνη, στη Σπάρτη, στους Σαρακατσάνους, στην Κεφαλονιά, στην Κρήτη και γενικά είναι ένα έθιμο που έχει «εξαπλωθεί» σ’ όλη την Ελλάδα.
Ανάλογα με την περιοχή διαφέρει ο τρόπος στολίσματος, κοψίματος και η ποσότητα στα χριστόψωμα που ζυμώνονται.
Οι «τηγανίδες» ή τα μανιάτικα λαλάγγια και το «κυνήγι», είναι έθιμα που συναντάμε στα χωριά έξω από τη Μάνη.
Την παραμονή των Χριστουγέννων η μητέρα με τα κορίτσια έπλαθαν το ζυμάρι σε χοντρό μακαρόνι και το δίπλωναν στα τέσσερα. Το τηγάνιζαν σε μια μεγάλη «τηγάνα» που ήταν γεμάτη καυτό λάδι. Η φωτιά για τις τηγανίδες έπρεπε να είναι δυνατή και να έχει διάρκεια. Η πρώτη ήταν του Χριστού, η δεύτερη του σπιτιού, κ.τ.λ. Στο τέλος τις έβαζαν μέσα σε μπουρέκια (στρογγυλά μπακιρένια ταψιά) και σε λεκάνες.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής, τα βράδια, τα περισσότερα παιδιά βγαίνανε «κυνήγι» με τις σφεντόνες τους και έναν φακό. Στόχος τους, τα μικρά πουλάκια που κούρνιαζαν στα χαλάσματα ή σε σπήλια, οι λεγόμενοι γουργουγιάννηδες. Αυτά η μητέρα ή κάποια μεγάλη αδερφή, τα καθάριζαν και τα πάστωναν, βάζοντας τα σε πήλινα ή γυάλινα βάζα, για να τα φάνε τα Χριστούγεννα.
Στην Κρήτη, στα χωριά της επαρχίας Αμαρίου, τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων βάζανε λίγη «ζύμη» σ’ ένα πιάτο και περίμεναν, ενώ βεγγερίζανε (ξενυχτούσαν συζητώντας) τη ζύμη να ανέβαινε και να γινότανε προζύμη. Λένε πως εκείνη την ώρα ήταν η ώρα που «γεννάται ο Χριστός».
Στην Ήπειρο τώρα τα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων παίζουν «τα καρύδια». Κάποιο παιδί χαράζει με ένα ξυλάκι στο χώμα μια ευθεία γραμμή που πάνω της κάθε παίκτης τοποθετεί ένα καρύδι, σχηματίζοντας έτσι μια σειρά από καρύδια.
Ο καθένας με τη σειρά του, σε απόσταση 1 με 2 μέτρα, σημαδεύει τη σειρά των καρυδιών. Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά σημαδεύοντας κάποιο άλλο. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Στόχος είναι να «κερδηθούν» όλα τα καρύδια.
Λίγο πριν το 1940, οι οικογένειες στη Θεσσαλία έκαναν τα πάντα για να έχουν τον μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρο, ζεστό νερό και αλάτι. Κι αυτό για να σφαχτεί την παραμονή των Χριστουγέννων και να φτάσει το κρέας για όλη την οικογένεια και το λίπος του να είναι αρκετό για όλο το χρόνο.
«Η σφαγή του γουρουνιού» γινόταν σαν ιεροτελεστία από τους άντρες του κάθε σπιτιού. Οι συγγενικές οικογένειες καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της, ενώ ακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, σε κάθε σφαγή. Γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως «γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά».
Το κρέας του γουρουνιού ήταν το κύριο πιάτο του γιορτινού τραπεζιού των Χριστουγέννων, όπως και σήμερα άλλωστε. Επίσης, έφτιαχναν λουκάνικα, τα οποία κρεμούσαν μέχρι να στεγνώσουν. Το λίπος τους, το έκοβαν μικρά κομματάκια, το λεγόμενο παστό, το αποθήκευαν σε δοχεία και το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική.
Στα χωριά της βορείου Ελλάδας, ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια τις παραμονές των γιορτών και διαλέγει το πιο όμορφο, γερό και χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά, που θα το πάει σπίτι του, με σκοπό να καίει συνέχεια στο τζάκι από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα, το λεγόμενο «Χριστόξυλο». «Καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ».
Στην Ήπειρο συναντάμε το έθιμο του «αναμμένου πουρναριού», μια συνήθεια που βασίζεται σε μια παράδοση.
Αυτή λέει πως όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν οι μάγοι για να προσκυνήσουν, βρήκαν στο δρόμο τους ένα ξερό πουρνάρι. Επειδή η νύχτα ήταν σκοτεινή, έκοψαν τα κλαδιά του και τους έβαλαν φωτιά. Έτσι γέμισε το σκοτεινό βουνό φωτιές, τριξίματα και κρότους.
Όποιος λοιπόν πάει στο σπίτι του γείτονα, καθώς και όλα τα παντρεμένα παιδιά που θα πάνε στο πατρικό τους, κρατούν ένα κλαδί πουρναριού, ή ό, τι άλλο δέντρο που καίει τρίζοντας ή ακόμα πουρναρόφυλλα.
Τα κλαδιά τα ανάβουν στη διαδρομή τους έτσι ώστε να κάνει κρότους και να φωτιστεί η νύχτα και τα πηγαίνουν αναμμένα στο σπίτι. Τα φύλλα τα πετούν στο τζάκι κι αρχίζουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, καθώς εύχονται: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!»
Μια άλλη συνήθεια σε πολλά μέρη της Ελλάδος, είναι τα «Κλωνάρια στο τζάκι» ή το «Πάντρεμα της φωτιάς». Την παραμονή των Χριστουγέννων παίρνουν ένα ξύλο με θηλυκό όνομα π.χ. κερασιά και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα και τα «παντρεύουν» στη φωτιά.
Τα κλαδιά των δέντρων αντιπροσωπεύουν τις επιθυμίες του καθένα που τοποθετεί το κλαδί. Έτσι λένε, όποιο κλαδί καεί πρώτο, η συγκεκριμένη επιθυμία του ανθρώπου που έβαλε το πρωτοκαμένο κλαδί, θα πραγματοποιηθεί.
Ένα άλλο έθιμο που γίνεται τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων ή παραμονή της Πρωτοχρονιάς είναι το «τάισμα της βρύσης». Οι κοπέλες πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση «για να κλέψουν το άκραντο νερό» (αμίλητο, γιατί δε βγάζουν λέξη σ’ όλη τη διαδρομή). Αλείφουν τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους.
Για να έχουν καλή σοδειά, όταν φτάνουν εκεί, την «ταΐζουν», με διάφορες λιχουδιές, όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Έλεγαν μάλιστα πως όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα στεκόταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο.
Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, «κλέβουν νερό» και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα τρία χαλίκια.
Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί του Νομού Δράμας συναντάμε το έθιμο των «Μωμόγερων», το οποίο προέρχεται από του Πόντιους πρόσφυγες. Η ονομασία του εθίμου προέρχεται από τις λέξεις μίμος ή μώμος και γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές κινήσεις των πρωταγωνιστών. Αυτοί, φορώντας τομάρια ζώων – λύκων, τράγων ή άλλων - ή ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά, έχουν τη μορφή γεροντικών προσώπων. Οι Μωμόγεροι, εμφανίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου των εορτών, και προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες στους δρόμους των χωριών και τραγουδούν τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους. Όταν δύο παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.
Παραλλαγές του ίδιου εθίμου, συναντώνται σε χωριά της Κοζάνης και της Καστοριάς, με την ονομασία «Ραγκουτσάρια».
Ένα έθιμο που αποτελεί αποτελούν αναβίωση των αρχαίων Διονυσιακών οργιαστικών τελετών, που γίνονταν από Αρχαιοτάτων χρόνων, στην μέση του Χειμώνα και αμέσως μετά την γιορτή της γέννησης του ήλιου στις 25 Δεκεμβρίου, (που πέρασε και στην Χριστιανική λατρεία με την καθιέρωση της γιορτής των Χριστουγέννων), προς τιμή της φύσης που θα αναγεννηθεί την Άνοιξη. Με τα Ραγκουτσάρια κλείνει το γιορταστικό δωδεκαήμερο, με χαρακτηριστικά Καστοριανά έθιμα.
Καλά, ευτυχισμένα και ευλογημένα Χριστούγεννα με τις επιθυμίες, τις ευχές και τις προσδοκίες σας, σύντομα να υλοποιηθούν.
Καλλιόπη Γραμμένου
Δημοσιογράφος-Παιδαγωγός