Μια φορά κι έναν καιρό ένας αετός και μια αλεπού που έγιναν φίλοι και πήραν την απόφαση να μένουν και να ζουν κοντά ο ένας στον άλλον, γιατί πίστευαν πως έτσι θα στεριώσει περισσότερο η φιλία τους. Εκείνος λοιπόν ανέβηκε σ’ ένα πανύψηλο δέντρο κι εκεί κλώσησε κι έβγαλε τα πουλιά του, ενώ η αλεπού χώθηκε στα χαμόκλαδα που ήταν κάτω από το δέντρο και γέννησε τα μικρά της. Μια μέρα που η αλεπού έφυγε για να βρει τροφή, ο αετός μια και δεν βρήκε τροφή, φτερούγησε κάτω στα χαμόκλαδα , άρπαξε τα μικρά της αλεπούς και τα έφαγε μαζί με τα μωρά του.
Σαν γυρνάει η αλεπού είδε τι είχε συμβεί. Δεν έδηξε όμως πως λυπήθηκε πολύ για το θάνατο των μικρών της. Και τούτο γιατί ένοιωσε μεγάλη αδυναμία να τον εκδικηθεί. Πεζή όμως όπως ήταν δεν μπορούσε να κυνηγήσει το πετούμενο. Τι να κάνει;
Στάθηκε τότε μακριά κι άρχισε να καταριέται τον εχθρό της. Γιατί η κατάρα είναι το μόνο που μένει για τους ανήμπορους και αδύνατους. Ήρθε όμως μέρα, που ο αετός πλήρωσε την απιστία του που’ δείξε στη φιλία. Μια μέρα που είδε μερικούς ανθρώπους να θυσιάζουν μια γίδα, όρμησε κάτω κι άρπαξε από το βωμό ένα κομμάτι κρέας από τα σπλάχνα, φλογισμένο και το πήρε ψηλά στη φωλιά του. Φύσηξε τότε δυνατός αέρας κι ένα ξυλαράκι, άναψε μεγάλη φωτιά. Έτσι τα μικρά του κάηκαν, γιατί δεν μπορούσαν να πετάξουν ακόμα. Έπεσαν μεσοκομμένα στη γη κι έτρεξε η αλεπού και ταφάγε.
Ο μύθος θέλει να πει πως όσοι απιστούν στη φιλία, γιατί μπορούν να ξεφύγουν την τιμωρία των αδυνάτων, τιμωρούνται κάποτε από το Θεό.
«Αισώπου Μύθοι»