Εντίθ Πιάφ (1915- 1963)
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως είναι η μεγαλύτερη φωνή του 20ου αιώνα που έβγαλε η Γαλλία. Φτιαγμένη με τα ίδια «υλικά» της θλίψης και της νοσταλγίας, της μελαγχολίας, της λύπης και της πικρής χαράς. Μια φωνή για να τραγουδά πάντα και μόνο την αγάπη και ιδιαίτερα την αγάπη που πληγώνει. Μια φωνή- λυγμός, που μεταμορφώνει ακόμα και τραγούδια με απλοϊκό στίχο σε μοναδικές λειτουργίες του έρωτα.
Η Εντίθ Πιάφ ήταν μια γυναίκα με ύψος μόλις 1,47, που με τα πελώρια πυρετώδη μάτια, το μικροσκοπικό μαύρο φόρεμα και τη μεγάλη φωνή της, ενσάρκωσε μια φιγούρα τραγική και τρυφερή συγχρόνως. Στη σύντομη καριέρα της δεν έκανε τίποτα άλλο από το να τραγουδά με πάθος, γενναιοδωρία για την ταραχώδης και άτυχη ζωή της. Μια ζωή που μοιάζει να είναι σημαδεμένη από τη μοίρα, λες και ήθελε με αυτόν τον τρόπο, να αντισταθμίσει το θείο δώρο της φωνής της.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Εντίθ Τζιοβάνα Γκασιόν. Πραγματικό παιδί των δρόμων του Παρισιού, φυσική κόρη ενός περιπλανώμενου ακροβάτη και μιας τραγουδίστριας σε καμπαρέ, έχασε τη μητέρα της λίγο μετά τη γέννησή της. Την περιμάζεψε η γιαγιά της και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια σε οίκο ανοχής. Σε ηλικία 3 ετών τυφλώθηκε από μηνιγγίτιδα και ξαναβρήκε το φως της τέσσερα χρόνια αργότερα, ύστερα από ένα προσκύνημα στην Αγία Θηρεσία, όπως πίστευε η ίδια. Στη συνέχεια άρχισε να ακολουθεί τον πατέρα της σε παραστάσεις . Εκείνος έκανε το νούμερο του και εκείνη τραγουδούσε και στο τέλος μάζευε από τους θεατές τα κέρματα.
Στα 15 της ακολούθησε στο Παρίσι ένα εραστή της και άρχισε να τραγουδά στους δρόμους και να μαζεύει έτσι τα χρήματά της. Γρήγορα έκανε ένα μωρό, αλλά της πέθανε από μηνιγγίτιδα όταν ήταν δυο ετών! Για να καλύψει τα έξοδα της κηδείας αναγκάστηκε να κάνει πεζοδρόμιο.
Το 1935 την ανακάλυψε ο Λουί Λεπλέ, ο οποίος είχε καμπαρέ και κέντρα διασκεδάσης, όπου την έβαλε να τραγουδά σ’ ένα καμπαρέ, δίνοντας της το όνομα Πιάφ, που στη γαλλική αργκό σημαίνει σπουργίτι. Με αυτό το επίθετο και με διάφορα παρατσούκλια, όπως το «χαμίνι», άρχισε να γίνετε γνωστή. Τον επόμενο χρόνο, καριέρα της που μόλις ξεκινούσε φάνηκε να απειλείται από το σκάνδαλο της δολοφονίας του Λεπλέ. Άρχισε πάλι να τραγουδά στους δρόμους και στις εισόδους στα σινεμά, μέχρι που συνάντησε τον στιχουργό Ρεϊμόν Ασό, ο οποίος ήταν ιμπερσάριός της και βάλθηκε να τη μετατρέψει από χαμίνι σε πειθαρχημένη επαγγελματία τραγουδίστρια.
Η καλλιτεχνική κοινωνία και το κοινό την λάτρεψαν αμέσως, τόσο για τη φωνή της, όσο και για την προσωπική της ιστορία. Οι σπουδαιότεροι συνθέτες ήθελαν να γράψουν γι’ αυτήν, ήταν πλέον γεγονός η ιλιγγιώδη άνοδος της καριέρας της.
Μετά τον πόλεμο, ήταν πια τόσο διάσημη, η δημοφιλέστερη τραγουδίστρια στη Γαλλία, ώστε να μπορεί να διεκδικήσει το μικρό της όνομα. Η φήμη της ξεπερνά τη χώρα και σύντομα αρχίζει να δίνει παραστάσεις στο εξωτερικό και να γοητεύει το κοινό της Ευρώπης και της Αμερικής.
Γράφει και η ίδια τραγούδια, όπως το «La vie en rose», που γνωρίζει δεκάδες εκτελέσεις, τραγουδιέται σε δώδεκα γλώσσες και θεωρείται – από τους Αμερικανούς- το πιο δημοφιλές τραγούδι του 20ου αιώνα,
Εμφανίζεται στ θέατρο και παίζει σε αρκετές ταινίες στον κινηματογράφο, από τη δεκαετία του ΄30 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’50. Το 1947, βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, για να αποδείξει με τη σεμνή της εμφάνιση και τη δυνατή σκηνική παρουσία της ότι οι Γαλλίδες τραγουδίστριες δεν είναι υπέρκομψες βεντέτες που φορούν γούνες και πούπουλα.
Εκεί συναντά και το μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον πρωταθλητή πυγμαχίας Μαρσέλ Σερντάν. Οι δυο τους αγαπιούνται αληθινά και η Πιάφ μοιάζει να είναι πραγματικά ευτυχισμένη. Το όνειρο της δεν κρατάει πολύ. Στις 27 Οκτωβρίου του 1949 βγαίνει τρέμοντας από τη συγκίνηση στη σκηνή του σικ νεοϋορκέζικου νάιτ κλαμπ στο οποίο εμφανιζόταν και ανακοινώνει στο κοινό της ότι αφιερώνει όλα της τα τραγούδια στον αγαπημένο της Μαρσέλ Σερντάν, που εκείνη τη μέρα είχε σκοτωθεί σε αεροπορικό δυστύχημα.
Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το θάνατο του αγαπημένου της και για αρκετά χρόνια μάλιστα εγκατέλειψε το τραγούδι. Αναζητούσε τον έρωτα κάνοντας σχέσεις με πολύ μικρότερους της άντρες. Ο κατά δεκατέσσερα χρόνια μικρότερός της πιανίστας Σαρλ Ντιμόν, την έπεισε να ξαναγυρίσει στο τραγούδι και της έγραψε αρκετά τραγούδια. Ο τελευταίος σύντροφος της ήταν ελληνικής καταγωγής, ο Θεοφάνης Λαμπούκας, γνωστός με το ψευδώνυμο Τρό Σαραπό, τον οποίο παντρεύτηκε στις 9/10/1962.
Το τραγούδι ήταν ο λόγος ύπαρξης της και τραγουδούσε γι’ αυτό μέχρι το τέλος, τσακισμένη από την αρρώστια, παραμορφωμένη από το ποτό και τα ναρκωτικά. Δίνει την τελευταία παράσταση της το Φεβρουάριο του 1963 και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου φεύγει από τη ζωή. Την κηδεία της την παρακολούθησαν 2 εκατομμύρια άνθρωποι, κυρίως γυναίκες. Στη Γαλλία ψηφίστηκε περισσότερο από μια φορές σαν «η γυναίκα του αιώνα».
«Η γυναίκα»