Ατένισε στωικά το καταπράσινο τοπίο μπροστά της...
Άραγε που να τελείωνε ο ορίζοντας. Έγκλειστη εκ γενετής, ποτέ της δεν της επιτράπηκε να περάσει τα όρια του φράκτη.Ζούσε καρτερικά τη ζωή της λες και από μικρή γνώριζε τα μελλούμενα. Λιτοδίαιτη, αρκούνταν σε μερικά ολόφρεσκα χορταρικά και σε στάλες δροσιάς. Συναναστροφές πολύ λίγες και αναγκαίες με τις υπόλοιπες της παρέας. Έγινε μητέρα σχεδόν με το ζόρι αφού γνώριζε πως ο πόνος της αργότερα θα ήτανε διπλός.
Για πρώτη και τελευταία φορά πέρασε τη συρμάτινη φυλακή της οδηγούμενη με τις άλλες σκλάβες στο άθλιο φορτηγό. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε το μικρό της. Αντίκριζε ξανά το δόλιο της εαυτό χρόνια πριν. Ήλπιζε ο καρπός της να μην είχε το καταραμένο χάρισμα. Του ευχήθηκε να έχει μακροζωία.
Μουγκάνισε όσο ποτέ άλλοτε σε έναν ύστατο χαιρετισμό στα εγκόσμια. Ίσως γιατί επιτέλους θα λυτρωνόταν απ’ τον εγγενή τρόμο του θανάτου. Ίσως πάλι για να διαμαρτυρηθεί στο δημιουργό της πως δεν μπορεί η σφαγή του είδους της για τέρψη να είναι το πιο σοφό του σχέδιο.
Ένα υγρό θάμπωμα σχηματίστηκε στα μπιρμπιλωτά της μάτια καθώς έπινε την τελευταία εικόνα του σπλάχνου της. Ίσως πάλι έτσι θλιμμένα το έβλεπα εγώ μέσα απ’ τις δικές μου υδάτινες σταγόνες λύπης καθώς το όχημα κατηφόριζε τη μοιραία του διαδρομή.
Με την υπογραφή του συγγραφέα Ιωάννη Κασσή