Την κρατούσε σφιχτά από το χέρι. Εκείνη ένιωθε...
την ταραχή της να καταλαγιάζει. Έβγαλε το κινητό της τηλέφωνο και σχημάτισε το τηλέφωνο του αδερφού της. Έπρεπε να τους ενημερώσει ότι τον βρήκε.Η φωνή του αδερφού της ακούστηκε τρεμάμενη στην άλλη πλευρά της γραμμής. Ήταν φανερό ότι είχε κουραστεί και εφόσον δεν έβρισκε τον γιο του, είχε πια χαθεί κάθε ίχνος ενέργειας από επάνω του. Σαν άκουσε τα ευχάριστα νέα άρχισε να φωνάζει από την χαρά του. Ενημέρωσε και την γυναίκα του και έδωσαν ραντεβού στο σπίτι τους.
Ο μικρός Κωνσταντής δεμένος κυριολεκτικά επάνω στο σώμα της Βιολέτας πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του. Οι γονείς του είχαν ήδη φτάσει πριν από εκείνους. Μπήκαν μέσα και ο πατέρας του τον άρπαξε και τον πήρε στην αγκαλιά του "Γιατί μας το έκανες αυτό αγόρι μου;" του είπε με τα μάτια δακρυσμένα. Το παιδί τον κοίταξε αλλά δεν αποκρίθηκε. Τον άφησε και ακολούθησε η μητέρα του. Εκείνο την έσπρωξε και έτρεξε πάλι στην αγκαλιά της Βιολέτας.
Η Βιολέτα έκανε νόημα στους γονείς που κοιτούσαν δίχως να καταλάβουν τι είχε συμβεί, τι είχε οδηγήσει τον μικρό να κάνει κάτι τέτοιο.
Κατευθυνθήκαν στο δωμάτιο του Κωνσταντή. Κάθισαν και οι δύο στο κρεβάτι συνεχίζοντας να είναι αγκαλιασμένοι. Ο μικρός είχε κυριολεκτικά αγκιστρωθεί επάνω της.
Του χάιδεψε τα μαλλιά και του έβγαλε τα παπούτσια του. Περίμενε να περάσουν λίγα λεπτά ώστε να τον ρωτήσει γιατί έφυγε. Δεν περιμένε όμως ο Κωνσταντής.
-Δεν θέλω να φύγεις Βιολέτα… Της είπε χαμηλόφωνα.
-Για αυτό έφυγες μικρέ μου άγγελε; Ξέρεις πόσο ανησυχήσαμε;
-Εσύ ανησύχησες. Αν δεν ήσουν εσύ δεν θα ερχόταν κανένας να με βρει.
-Σςςς… Τι λόγια είναι αυτά καρδούλα μου; Μη πικράνεις την καρδούλα σου με τέτοια λόγια.
-Δεν με αγαπάνε.
-Μα τι λες Κωνσταντή μου; Η μαμά και ο μπαμπάς σε λατρεύουν, δεν ξέρεις πόσο τρόμαξαν. Έτρεξαν και αυτοί μαζί με εμένα να σε βρούνε.
Ο μικρός έβαλε τα κλάματα, Τα δάκρυα έπεσαν καυτά στο παιδικό προσωπάκι. Η Βιολέτα τον αγκάλιασε πιο σφιχτά. Του σκούπισε τα δάκρυα και τον παρακάλεσε να της πει τι τον βασανίζει.
-Μόνο εσύ ήξερες την μυστική μας κρυψώνα. Μόνο εσύ. Αν φύγεις θα μείνω και πάλι μόνος μου. Κανένας δεν θα παίζει μαζί μου, κανένας δεν θα ασχολείται πια με εμένα. Η μαμά και ο μπαμπάς όλο λείπουν και η Μαρία που έρχεται να με προσέχει, μόνο στο κινητό κάθεται. Δεν θέλω να φύγει με ακούς! Δεν θέλω!!
Η Βιολέτα τα έχασε. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ο μικρός ένιωθε παρεμελημένος και θα έπρεπε να μιλήσει στους γονείς του. Τον κράτησε στην αγκαλιά της μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
Έπειτα τον άφησε στο κρεβάτι του και γύρισε στο σαλόνι. Το ζευγάρι καθόταν στο σαλόνι με ένα μικρό φως αναμμένο. Το μισοσκόταδο δεν ήταν ικανό να κρύψει αυτό που ένιωθαν.
Το πρόσωπο τους είχε αλλοιωθεί. Η Βιολέτα τους κοίταξε, κάθισε απέναντι τους και άρχισε…
-Δεν θα κάνω την έξυπνη παιδιά δεν έχω, αλλά αυτό εκεί το παιδί εκεί μέσα νιώθε ότι δεν το αγαπάτε. Καλή η δουλειά, καλές οι καριέρες αλλά όμως…. Σκεφτείτε το λίγο. Παίξτε λίγο μαζί του, διαβάστε του ένα παραμύθι , πηγαίνετε μαζί του μια βόλτα… Ένα το έχετε…. Τα μάτια της δάκρυσαν. Ένιωθε άβολα να μιλά έτσι στον αδερφό και την νύφη της.
-Εγώ δεν θα φύγω ακόμα θα καθίσω λίγο ακόμα. Του το υποσχέθηκα….
Πριν τελειώσει την φράση της, η νύφης σηκώθηκε και την αγκάλιασε σφιχτά…
-Σε ευχαριστώ για όλα… Της ψιθύρισε. Η Βιολέτα την αγκάλιασε και εκείνη άρχιζε μια άλλη εποχή για την οικογένεια… Μια άλλη ζωή για τον μικρό της άγγελο!!!
Της συγγραφέως Κατερίνας Κονίτσα Σωπύλη