Μου διαμήνυσαν πως γεννήθηκα αμαρτωλός...
Τους είπα πως δεν γεννήθηκα.
Μου είπαν πως επιβάλλεται να δεχτώ το Χρίσμα.
Τους απάντησα πως δεν μ’ ενδιαφέρουν τα σημάδια.
Μου ζήτησαν να γίνω ένα μ’ εκείνους, τους ενάρετους, τους σωστούς.
Τους πρόταξα πως θα προσπαθήσω να ζήσω ταπεινά και φιλάνθρωπα με τον δικό μου τρόπο.
Με διέταξαν ν’ απέχω απ’ τις ηδονές της σάρκας, απ’ τα ανθρώπινα πάθη.
Τους ικέτεψα να μ’ αφήσουν να ζήσω τα πάθη μου σαν άνθρωπος όχι σαν κάτι άλλο. Ερωτεύτηκα παράφορα…
Μου τόνισαν πως δεν αρκεί να βοηθάς, να συμπαραστέκεσαι. Οφείλεις ν’ ανήκεις στο πλήρωμά Του.
Πορεύτηκα σε δρόμους μοναχικούς, σε ερημικά μονοπάτια επίγειας κόλασης. Έζησα κοντά σε άστεγους, σε λυμασμένα χωριά, σε παιδιά που λιμοκτονούν.. Συμμετείχα έμπρακτα στη μίζερη καθημερινότητάς τους και βίωσα τον πόνο και την αγωνία της επιβίωσής τους…
Με παρακάλεσαν να ζητήσω συγχώρεση έστω και καθυστερημένα. Να μετανοήσω την ύστατη στιγμή. Διαφορετικά δεν θα υπάρξει Σωτηρία. Τελεσίδικα θα απομακρυνθώ από την Εξιλέωση.
Προτίμησα να πεθάνω αμαρτωλός. Ακριβώς όπως αρμόζει σε έναν Έκπτωτο.
Με την υπογραφή του συγγραφέα Ιωάννη Κασσή