Περπάτησε αργά, ο θόρυβος που έκαναν τα πεσμένα φύλα...
κάτω από τα πόδια της καθώς περπατούσε ίσως την πρόδιδαν. Η σκιά όμως κάτω από το παγκάκι δεν κουνήθηκε όσο εκείνη πλησίαζε αργά.Έφτασε, έσκυψε αγγίζοντας τα γόνατα της, τα μαλλιά της έπεσαν μπροστά στο πρόσωπο της. Η μυρωδιά όμως πρόδιδε ποιος ήταν κάτω από το παγκάκι. Το ίδιο βράδυ είχε κάνει στον Κωνσταντή δώρο ένα άρωμα παιδικό που μύριζε σαν τσιχλόφουσκα. Ήταν φανερό το κουλουριασμένο σώμα ήταν του μικρού.
-Κωσνταντή μου… Του είπε ψιθυριστά. Το παιδί σάλεψε, κουλουριάστηκε ακόμα περισσότερο. Η γυναίκα συνέχισε την προσπάθεια.
-Έλα αγόρι μου, σήκω να πάμε σπίτι μας. Γιατί έφυγες Κωνσταντή, η μαμά και ο μπαμπάς σου έχουν τρελαθεί, ψάχνουν να σε βρουν.
-Εδώ δεν θα με βρει κανένας, το ακούς κανένας. Αυτό είναι το δικό μας μέρος, το μέρος το μυστικό μας. Της είπε χαμηλόφωνα και η πρόταση έκλεισε με έναν λυγμό που μετατράπηκε σε κλάμα.
Η Βιολέτα τέντωσε το χέρι της. Έπιασε το μικρό κορμάκι από το μπράτσο. Τράβηξε απαλά τον Κωσταντή έξω από την κρυψώνα του. Του ξεσκόνισε απαλά τα ρούχα από τα ξερά χόρτα και τα χώματα και τον πήρε αγκαλιά.
-Γιατί; Γιατί λατρεία μου κλαίς ;
-Δεν θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου.
-Γιατί, θέλεις να το συζητήσουμε;
-Εγώ εσένα θέλω δεν θέλω κανέναν άλλο….
-Μωρό μου, θα πρέπει να σου πω ότι τώρα που θα γυρίσουμε σπίτι θα κλειστούμε στο δωμάτιο σου εγώ και εσύ και δεν θα βγούμε αν δεν ακούσω ότι έχεις να μου πεις.
-Μαζί θα καθίσουμε όμως… Μόνο μαζί;
-Μαζί…. Του απάντησε και του χάιδεψε το κεφαλάκι του.
Τον πήρε στην αγκαλιά της, προχώρησαν προς την κατεύθυνση του σπιτιού. Όλα γύριζαν στο κεφάλι της Βιολέτας. Η αγωνία μαζί με τον φόβο μήπως ο μικρός είχε πάθει κάτι. Η αγωνία σε τι κατάσταση θα έβρισκε την μητέρα του. Θα είχε χάσει η έρμη τα λογικά της. Μα πιο πολύ τα ερωτηματικά στο τι οδήγησαν τον Κωνσταντή σε αυτή την κίνηση , ήταν αυτά που την βασάνιζαν περισσότερο…
Της συγγραφέως Κατερίνας Κονίτσα Σωπύλη