Στεκόταν σαν πετρωμένη. Το βλέμμα της, ανέκφραστο, είχε...
γίνει ένα με τον ορίζοντα. Μοναχά τα μαλλιά της ανέμισαν λίγο από μία τόση δα πνοή ανέμου.Σκοτείνιαζε. Μερικές σταγόνες αίμα εμφανίστηκαν στα δάχτυλά της από τα αγκάθια του λουλουδιού που κρατούσε σφιχτά.
Ένα μαύρο τριαντάφυλλο… απ’ αυτά που καλλιεργούσε στον κήπο της. Κούνησε ελαφρά τα χείλη της, τραγουδώντας σιγανά έναν μουσικό σκοπό, που έμοιαζε να ανήκει σε μία άλλη εποχή. Άλλωστε και το ντύσιμό της, ο τρόπος που μιλούσε, οι κινήσεις της… έμοιαζαν σαν να είχαν ξεπηδήσει από τις σελίδες ενός παλιού κιτρινισμένου βιβλίου με παραμύθια.
Κάθε πρωί η παράξενη μελωδία που τώρα σιγοτραγουδούσε γέμιζε το μοναχικό της δωμάτιο, μέσα απ’ τον πολυκαιρισμένο δίσκο ενός παλιού γραμμοφώνου.
Κρίμα! Τόσο νέο κορίτσι… τόσο όμορφο…, έλεγαν οι κάτοικοι της μικρής κωμόπολης που ζούσε, κουνώντας με οίκτο το κεφάλι τους.
Πράγματι, η ομορφιά της ξεχώριζε! Τα μεγάλα καστανά μάτια της, τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της, το λευκό αλαβάστρινο δέρμα της… σαν πριγκίπισσα του παραμυθιού έμοιαζε!
Κι ας μη χαμογελούσε ποτέ.!
***
Αιώνες πριν, ο πόλεμος πήρε από κοντά της εκείνον που είχε ορκιστεί να την αγαπά και να την προστατεύει σ’ όλη τους τη ζωή.
Εκείνον… τον πρίγκιπα της καρδιάς της.
Πάνω στον πόνο της καταράστηκε τους θεούς που φθόνησαν την ευτυχία της. Κι εκείνοι την τιμώρησαν… κάνοντάς την αθάνατη… για να πονά αιώνια.
Και περιπλανήθηκε… περιπλανήθηκε… σε κάθε γωνιά της γης… μέχρι που βρήκε καταφύγιο σ’ ένα νησί πιο φωτεινό κι απ’ τον ήλιο, που περικλειόταν από μια ατέλειωτη γαλάζια θάλασσα.
Και περνούσε τον καιρό μέσα στη σιωπή και τις αναμνήσεις της.
Αχ…. ποιος θα περίμενε ότι τα αγαπημένα μου τριαντάφυλλα θα έπαιρναν ένα μόνιμο μαύρο χρώμα; Ας είναι… έστω κι έτσι… , συλλογίστηκε.
Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε ξανά εκείνον να κόβει κόκκινα τριαντάφυλλα και να στολίζει τα μαλλιά της.
Ακούμπησε το μαύρο τριαντάφυλλο στο μέρος της καρδιάς και συνέχισε να μουρμουρίζει τον ίδιο παράξενο σκοπό.
Tέλος
Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2017