Οι ακτίνες του ήλιου έμπαιναν από τις γρίλιες...
των παλιών παραθύρων του πύργου. Τα μάτια της ποτισμένα από το φως της ημέρας ήθελαν να ανοίξουν αλλά τα κρατούσε κλειστά, ήθελε να κοιμηθεί λίγο ακόμα. Άπλωσε το χέρι της να βρει τον Πιέρο αλλά δεν τον βρήκε δίπλα της. Άξαφνα ένας άγνωστος θόρυβος, κάτι που δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά στην ζωή της την έκανε να σηκωθεί από το κρεββάτι απότομα. Ήταν το χλιμίντρισμα αλόγων. Έτρεξε στο παράθυρο να δει τι γινόταν. Άραγε υπήρχε καμιά παρέλαση την σημερινή ημέρa; Τι δουλειά έχουν άλογα στο νησί;Τράβηξε με τα δάχτυλα της την λεπτή κουρτίνα και άνοιξε το παράθυρο. Ο ήλιος έλαμπε και το ζεστό αεράκι χτύπησε απαλά το πρόσωπο της. Θαρρείς και κοιμήθηκε χειμώνα και ξύπνησε καλοκαίρι. Δεν μπορεί θα ονειρευόταν. Κοίταξε κάτω, το σκηνικό είχε εντελώς αλλάξει, κόσμος πολύς, στον μόλο απέναντι αντί για αυτοκίνητα υπήρχαν άμαξες. Είδε γυναίκες και άντρες με παραδοσιακές στολές της Μάνης. Και ανάμεσα τους ο Πιέρος, να προστάζει να κάνουν σύντομα. Έκλεισε το παράθυρο με δύναμη και αφέθηκε επάνω του με την πλάτη, έντρομη με ότι είχε δει. Έπιασε το κεφάλι της. Κάτι της είχε ξεφύγει. Δεν μπορεί… Κόντευ να τρελαθεί…
Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα. Τα μάτια της καρφώθηκαν στο θέαμα. Δεν ήταν δυνατόν! Εμπρός της στεκόταν ολοζώντανος ο νεκρός πατέρας της.
-Έλα Στεφανία. Ακόμα έτσι είσαι; Πρέπει να ετοιμαστείς…
Εκείνη αρχικά δεν σάλεψε, έπειτα όμως, έτρεξε και έπεσε στην αγκαλιά του.
-Πατέρα μου… Πατέρα μου… Μα που βρίσκομαι;
-Κορίτσι μου γλυκό. Τι εννοείς;
-Πατέρα μου…. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, όχι από λύπη αλλά από χαρά που τον έβλεπε ξανά…
-Έλα κόρη μου, σε περιμένει κάτω η γιαγιά σου να σε ντύσει. Έλα μην περιμένει το παλικάρι μας.
-Πατέρα μου, που βρίσκομαι; Ρώτησε και πάλι χαμηλόφωνα μην μπορώντας να ξεκολλήσει από την αγκαλιά του μεσήλικα άντρα.
-Τι είναι αυτά που μου λες λο; Θα με αποτρελάνεις;
-Εγώ θα τρελαθώ πατέρα μου, κοιμήθηκα το 2016 και τώρα έχουμε… Που βρίσκομαι…
-1778 αγάπη μου λο… Αλλά φοβάμαι ότι έχεις αγχωθεί για τον γάμο…
Άφησε τον άντρα κάνοντας τρία τέσσερα αγχωμένα βήματα στον χώρο. Έπιασε τα μαλλιά της και άρχισε να φωνάζει ‘’αχ θέε μου, θα τρελαθώ, θα τρελαθώ’’ ο πατέρας της κατέβηκε γρήγορα την σκάλα που οδηγούσε στον κάτω όροφο και ειδοποίησε τον Πιέρο. Εκείνος ανέβηκε επάνω και βλέποντας την έντρομη γυναίκα την πλησίασε και την αγκάλιασε.
-Μη φοβάσαι αγαπημένη μου, δεν θυμάσαι αλλά θα τα θυμηθείς όλα…
Σήκωσε τα μάτια της. Τα δικά του την ηρέμησαν, Αυτό το βλέμμα του πάντα την ηρεμούσε….
-Πες μου…
-Ζητούσες να μάθεις πως θα ήταν το μέλλον, πολύ συχνά το έλεγες.. Σε οδήγησα στην χρόνο πύλη εδώ στο νησί μας…. Σε άφησα, έχει γίνει πάλι , έχουν φύγει πολλοί άλλοι επέστρεψαν και άλλοι όχι. Εγώ έφυγα κρυφά μαζί σου, μέχρι που βρεθήκαμε και πάλι εδώ στον τόπο μας. Μέχρι που μας οδήγησα και πάλι εκεί που έπρεπε ώστε να γυρίσουμε πίσω…
Η Στέφη τον άκουγε και σκεφτόταν ότι σίγουρα είχε μπλέξει με τρελούς.
-Σαν μπεις στον χώρο χρόνο δεν έχεις μνήμη ποιος και τι ήσουν. Αυτό συνέβη και σε εσένα. Μην τρομάζεις και έλα να ετοιμαστούμε, σε λίγη ώρα έχουμε τον γάμο μας.
Άξαφνα ένας γνώριμος ήχος την έκανε να θυμηθεί. Ήταν το τραγούδι της μητέρας της. Πάντα της το έλεγε αλλά ποτέ δεν ήξερε που και πότε το είχε μάθει… Κατέβηκε τρέχοντας κάτω και την είδε αγκαλιασμένη με τον πατέρα της να την κοιτάζουν με αγάπη.
Ο νεαρός άντρας την ακολούθησε, την αγκάλιασε την φίλησε γλυκά στο μάγουλο.
-Αγαπημένη μου όλα τώρα είναι στην θέση τους… Ακόμα και η βάρκα του πατέρα σου μικρή μου, κοίταξε εκεί… Σε ρώτησα γιατί ο πατέρας σου δεν πήγε ποτέ ξανά για ψάρεμα θυμάσαι; Να γιατί , γιατί απλά ήθελε να γυρίσει εκεί που άνηκε , δίχως βέβαια να γνωρίζει που ήταν αυτό, γιατί απλά σαν αποφασίσεις να κανείς αυτό το ταξίδι πάντα παρασύρει τα αγαπημένα σου άτομα μαζί…. Δίχως να γνωρίζουν το παρελθόν…
Οι μνήμες της ξύπνησαν, θυμήθηκε που ήταν μικρούλα , θυμήθηκε το σπίτι τους την γιαγιά της…. Οι μυρωδιές οι ήχοι, όλες οι όμορφες στιγμές που είχε περάσει με τον αγαπημένο της. Είχε γυρίσει λοιπόν χάρη σε αυτόν που του άνηκε η καρδιά της. Τον αγκάλιασε σφιχτά και άφησε ένα χαμόγελο να στολίσει τα χείλη της… ‘’Σε αγαπώ’’ του είπε τρυφερά.
Τέλος
Τα ανέκδοτα κείμενα… της Κατερίνας