"Ένα ναυάγιο καρφωμένο στις ξέρες, ένα σκαρί...
σακατεμένο, καράβι στοιχειωμένο που παραδίνει τ’ απομεινάρια του ακυβέρνητα κι ανυπεράσπιστα στο έλεος των κυμάτων και του αγέρα είναι... Και της το 'λεγε η νόνα μου της κυρα-Μαρουλιώς να μην καταριέται... Γενιές δεκατέσσερις μπορεί να κάψει το ανάθεμα! Μα κείνη... Για δες τήνε τώρα! Την είδες; Θαρρεί κανείς, έτσι που κάθεται με τις ώρες στο μπαλκόνι, πως αγναντεύει το πέλαγος και περιμένει. Περιμένει... ναι, περιμένει εκείνον που αποφεύγει μ' απονιά να τη λυτρώσει τόσα χρόνια..."Κάποιοι γεννιούνται κι η μοίρα τούς περιμένει με δώρα κι ευχές να τους καλωσορίσει. Έχουν την τύχη να χαρούν τη μυρωμένη ανάσα του έρωτα κι ύστερα την τρυφερή αγκάλη της αγάπης και να γεράσουν μακάριοι, χορτασμένοι από τούτα τα χαρίσματα.
Είναι όμως άλλοι που, από τη μοίρα τους την άχαρη, πρέπει ν' αρπάξουνε κλεφτά μιαν αγάπη μικρόπνοη, έναν έρωτα περαστικό ή ένα πάθος πυρκαγιά που τους τελειώνει.
Ποιοι να 'ναι άραγε οι εκλεκτοί;
Και ποιος να 'ναι αυτός που βάζει τους όρους στη ζωή του;