Άνοιξε το παράθυρο αδιαφορώντας για την παγωνιά του χειμώνα...
Πιο παγωμένο μέρος από την ψυχή της δεν μπορεί να υπήρχε.Τώρα μιλούσαν μόνο οι σιωπές. Μα κάποτε αυτό το αρχοντικό έσφυζε από ζωή.
«Δείξε μου εικόνες λοιπόν!» ψέλλισε κλείνοντας τα μάτια.
Να… ο Λέοντας Χαριτίμου, ο πατέρας της. Καπετάν-Λιοντάρι τον φώναζαν εκεί στην Άνδρο, μιας και τα επιδέξια χέρια του δάμαζαν τα κύματα. Απλή η ψυχή του και καταδεκτική, σαν μικρού παιδιού, μα με τον καιρό έμαθε να την κρατά προστατευμένη-όταν χρειαζόταν-γύρω από ένα σκληρό κουκούλι.
Και η Σιλβί… αχ η Σιλβί, η κομψή Γαλλίδα σύζυγός του. Η Σιλβί που σαΐτεψε την καρδιά του σ’ εκείνο το μικρό, παραλιακό καφέ στη Μασσαλία, την ώρα που τα μακριά δάχτυλά της έπαιζαν στο πιάνο μια απαλή μελωδία…
«Αχ πατέρα, αχ μάνα!»συλλογίστηκε.
Ένα κορίτσι ξεπετάχτηκε μπροστά της με μακριές κοτσίδες που γελούσε… γελούσε…
Πρέπει να θυμηθείς… πρέπει…..συλλογίστηκε.
«Πότε, επιτέλους, θα μάθεις να συμπεριφέρεσαι όπως αρμόζει σε μία νεαρή δεσποινίδα;» έλεγε η Σιλβί στην κόρη της.
Η Ελίζα, όμως, όποτε κατέβαινε στο Νειμποριό ξεχνούσε τα πάντα.
«Πάρε με μαζί σου στην ψαριά, νονέεεεεεεε!» φώναζε.
«Πού να σε πάρω, μωρέ κούτσικο;» αστειευόταν ο καπετάν-Γιακουμής.
Κι όταν σούφρωνε τα χείλη της έτοιμη να κλάψει, της άπλωνε το χέρι να τη βοηθήσει να μπει στη βάρκα, μα δεν χρειαζόταν… εκείνη μ’ ένα πήδημα βρισκόταν μέσα.
«Αχ, θαλασσολυκάκι μου!» της έλεγε γελώντας
«Μα τι κόρη του καπετάν-Λιοντάρι είμαι τότε…!!!» φώναζε το κοριτσάκι και χοροπηδούσε στη βάρκα.
Και καμάρωνε ο καπετάν-Γιακουμής την κόρη του παιδικού του φίλου κι έκανε νοερά μέσα του προσευχή στην Παναγία τη Θαλασσοσκέπαστη να μη χάσει ποτέ η Ελίζα του το χαμόγελό της και το αστραφτερό της βλέμμα.
Μόνο η Σιλβί διαφωνούσε… η Σιλβί που μέσα σε μία νύχτα διέγραψε την προηγούμενη ζωή της και μεταμορφώθηκε σε κυρία του καλού κόσμου. Συχνές κι οι συγκρούσεις της με τον Λέοντα, με αφορμή την ανατροφή της μοναχοκόρης τους.
«Ξέρει η Ελίζα μας πώς να σταθεί σ’ ένα σαλόνι, σ’ ένα τραπέζι… ξέρει όμως πώς να είναι και παιδί… άφησέ την να είναι ο εαυτός της, Σιλβί… τώρα που μπορεί ακόμη να γελά ανέμελα… ποιος ξέρει τι άνεμοι θα φυσήξουν μεθαύριο και για κείνη σαν μεγαλώσει!» έλεγε στη γυναίκα του.
Μα η Σιλβί σαν να θελε να πνίξει αυτή την παιδικότητα του 12χρονου κοριτσιού.
Το φύσημα του αγέρα την επανέφερε στην πραγματικότητα. Ρίγησε. Τα μάτια της θάμπωσαν.
Έπεσε στα γόνατα.
«Γιατί με τρελαίνεις απόψε;» ούρλιαξε στον καθρέφτη. «Το σκοτάδι… οι σκιές… το φεγγάρι….»
Φεγγαρένια μου…!!!! μια φωνή απαλή και μια ζεστή αίσθηση στην παλάμη της, σαν να εναπόθετε κάποιος το φιλί του.
Η μυρωδιά της αλμύρας νότισε το πρόσωπό της κι έγινε ένα με τα δάκρυά της. Τότε που έγινε το κακό νύχτα ήταν σεληνόφωτη… κι η ψυχή της άρχισε να λοξοδρομεί στο σκοτάδι.
Ας μιλήσουν επιτέλους οι σκιές!!! Ικέτεψε μέσα της.
«Λιάκο μου!» ψιθύρισε ανεπαίσθητα.
(συνεχίζεται)
Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2016