Με λένε Πηνελόπη, όμως τιε νύχτες δεν ξενύχτησα...
φτιάχνοντας πέπλα αφοσίωσης.Το ίδρυμα ορφανών όπου μεγάλωσα οι μνηστήρες το προσπέρασαν.
Ό, τι περίμενα δεν ήρθε ποτέ.
Έψαχνα πάντα μια αγκαλιά να με φιλοξενήσει.
Απέτυχα. Η μοναδική φιλόξενη αγκαλιά ήταν αυτή της μάνα μου, όμως την έχασα πολύ νωρίς.
Ο πρώτος ακρωτηριασμός της ψυχή μου.
Το πάλεψα. Αρνήθηκα να συμβιβαστώ με πλάνες ελπίδες και κίβδηλα συναισθήματα. Δεν παραμυθιάστηκα μήτε με του παραδείσου τις υποσχέσεις μα μήτε με τις απειλές της κόλαση.
Όπλα μου η πεισματική επιμονή και το αήττητο χιούμορ μου.
Και έφτασα κάπου, μάνα.
Παρόλο που θα θυσίαζα πολλά για μια ευκαιρία να μεγάλωνα μαζί εμείς οι δυο, κατάφερα να ορθοποδήσω μόνη.
Με σένα πάντα στη σκέψη μου.
Με την έλλειψη σου παντοτινό αγκάθι στην καρδιά μου.
Με την ελπίδα να βρω κάποτε μια ψυχή που θα είναι πρόθυμη να με φιλοξενήσει…