Καθώς το φως της αυγής πάλευε με το σκοτάδι της νύχτας, ακούστηκε...
ένας θόρυβος, στην αρχή σιγανά, σχεδόν υπόκωφα και μετά πιο έντονα, κάτι σαν μούγκρισμα και πονεμένο ουρλιαχτό, ταράζοντας την ηρεμία που απλωνόταν πάνω από το νησί. Κι όσο περνούσε η ώρα, όλο και περισσότερο δυνάμωνε, κάνοντας την παρουσία του ολοένα και πιο αισθητή.Το βουητό του ανέμου μαζί κι εκείνο της θάλασσας.
Το μικρό σπιτάκι που στεκόταν πάνω από τα βράχια, κυκλώθηκε από την ορμή του αέρα, που παρέσυρε στο διάβα του το κάθε τι. Αλύπητα, με μίσος θαρρείς, έσπασε τα κλαδιά και σκόρπισε στο έδαφος τα μπουμπούκια της λεμονιάς που δέσποζε στον κήπο αρχόντισσα, αναποδογύρισε τα παρτέρια με τις κόκκινες και ροζ τριανταφυλλιές, ξερίζωσε με μανία τις λευκές γαρδένιες, τις μάδησε και παρέσυρε τα άνθη τους ως κάτω στη θάλασσα.
Ο ουρανός είχε γεμίσει μαύρα, μολυβένια σύννεφα κι ανάμεσα τους πρόβαλε αχνά ένα φεγγάρι κατακόκκινο σαν αίμα.
Μυρίζει θάνατο, σκέφτηκαν πολλοί.
***
Σηκώθηκε από το μικρό σεκρετέρ, άνοιξε την κουρτίνα του καθιστικού της και κοίταξε έξω την κοσμοχαλασιά.
«Έτσι κι η ψυχή μου τόσα χρόνια!» είπε σιγανά κι έκανε το σταυρό της.
Με έναν αναστεναγμό κάθισε πάλι στην καρέκλα, πήρε τον κοντυλοφόρο στο χέρι και συνέχισε να γράφει.
Έγραφε… έγραφε… έγραφε, σαν να βιαζόταν να τελειώσουν όλα απόψε… όσο βέβαια της επέτρεπαν τα ταλαιπωρημένα από το χρόνο χέρια της.
Καιρό τώρα γέμιζε κόλλες τη μια μετά την άλλη.
Ένας δυνατός θόρυβος την έκανε να σηκωθεί ξανά με κόπο και να πλησιάσει προς το τζάμι.
Ω Θεέ μου! συλλογίστηκε.
Τα κύματα, ενισχυμένα από τον άνεμο, αγρίευαν, φούσκωναν και χτυπούσαν με δύναμη τα βράχια, φτάνοντας μέχρι την αυλή του μικρού σπιτιού. Αν ήταν μπορετό, σίγουρα θα το γκρέμιζαν συθέμελα.
«Κάνει κρύο….», μονολόγησε.
Κάθισε στην πολυθρόνα της, τυλίχτηκε με μια κόκκινη πλεκτή κουβέρτα κι έκλεισε τα μάτια.
Ο αέρας όλο και δυνάμωνε… όλο και δυνάμωνε….
Το παράθυρο άνοιξε με πάταγο…
Κι όλα σκοτείνιασαν.
***
Η πρώτη ηλιαχτίδα που ξεπρόβαλε δειλά δειλά, κοίταξε γύρω της όλο λύπη.
Χάιδεψε με στοργή τα τσακισμένα, ματωμένα και διαμελισμένα άνθη. Μερικά θλιβερά λείψανά τους διακρίνονταν να ταξιδεύουν στην επιφάνεια του νερού, μαζί με κάποιες κόλλες χαρτί, γραμμένες με μελάνι.
Μόλις που διακρινόταν η λέξη ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ….
Οι λέξεις είχαν μουσκέψει και διαλυθεί…
Ήταν γραφτό να μάθει μοναχά η θάλασσα για τον ένα και μοναδικό έρωτα της γυναίκας εκείνης, που όμως αναγκάστηκε να τον απαρνηθεί γιατί, μετά το θάνατο των γονιών της, ήταν η μοναδική κηδεμόνας και προστάτιδα τριών ανήλικων αδελφών.
Εκείνος, έφυγε και γύρισε στη γενέτειρά του, πονεμένος από την άρνησή της.
Εκείνη, στάθηκε δίπλα στα μικρά, σαν μάνα και πατέρας, δούλευε όπου έβρισκε για να μην τους λείψει τίποτα… φρόντισε για τη μόρφωσή τους… για την αποκατάσταση τους.
Μέχρι που στα 50 της χρόνια, όταν τα αδέλφια της είχαν πια εδώ και καιρό ανοίξει τα δικά τους φτερά, ένα τηλεγράφημα την πληροφόρησε για το θάνατο εκείνου.
Έτσι έφυγε από τον τόπο της κι ήρθε στον δικό του τόπο, στο μικρό γυαλόκλειστο νησί, για να βρεθεί-έστω κι έτσι- κοντά του, να του ανάβει το καντήλι στο μνήμα και να του πηγαίνει τριαντάφυλλα και γαρδένιες…
Για σένανε τα πιο όμορφα, με το πρώτο φιλί της αυγής, έλεγε.
Kαι κυλούσε ο καιρός κι η μια εποχή διαδεχόταν την άλλη. Τα αδέλφια της την είχαν σχεδόν ξεγράψει, ούτε ένα τηλεφώνημα, ούτε ένα γράμμα.
Μια φορά μονάχα, ο ένας αδελφός της, της είχε τηλεφωνήσει «για μια επείγουσα ανάγκη», όπως είπε. Κι ήταν σχεδόν ψυχρή, παγερή η φωνή του. Σιωπηλά τον άκουσε κι όσο εκείνος μιλούσε, σιωπηλά έκλεισε το τηλέφωνο.
Μα πόση αχαριστία λοιπόν! ήταν τα μόνα λόγια που είπε.
Κι ύστερα άρχισε να γεμίζει κόλλες χαρτί με τον καημό της… αυτές τις κόλλες που τώρα διαλύονταν σιγά σιγά από την αλμύρα.
Η ηλιαχτίδα ζέστανε το ξυλιασμένο πρόσωπο της κοιμισμένης γυναίκας. Εκεί που ταξίδευε, καμία πίκρα και καμία αχαριστία δεν θα την άγγιζαν πια.
Έξω, ένα μικρό λευκό μπουμπούκι από την άλλοτε θαλερή γαρδένια κι ένα κόκκινο μπουμπούκι από την τριανταφυλλιά πλάι της είχαν απομείνει ξεχασμένα και μισοθαμμένα στην άμμο.
Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2016