Καθημερινή, Σίσσυ Αλωνιστιώτου
Εντυπωσιακά αυτοκίνητα της δεκαετίας του ’50, γυναίκες...
και άντρες που κολυμπούν σε πισίνα, μίνι φούστες ανάμεσα σε κελεμπίες και τρία –δροσερά κατά το παλαιό langage– κορίτσια που θυμίζουν Ζωή Λάσκαρη και Ρένα Βλαχοπούλου τραγουδούν στο πιάνο «Επιτέλους, το σχολείο τέλειωσε κι εμείς μπαίνουμε στο πανεπιστήμιο, μην ξεχάσετε τα δώρα!».Είναι σκηνές από το ντοκιμαντέρ του Σαμίρ «Iraqi Odyssey», που αντιπροσώπευσε την Ελβετία στα φετινά Όσκαρ ως ξενόγλωσση ταινία, δείχνοντας εικόνες από το Ιράκ της δεκαετίας του ’50 και των πρώτων ετών του ’60. Η «Οδύσσεια του Ιράκ» παρακολουθεί την πορεία της χώρας μέσα από τις προσωπικές ιστορίες και διηγήσεις των ζώντων μελών μιας οικογένειας· της οικογένειας του σκηνοθέτη, που έφυγαν όλοι πρόσφυγες μετά το 1960: Αμερική, Νέα Ζηλανδία, Σοβιετική Ένωση, Αγγλία, Αυστραλία, Ελβετία ήταν οι χώρες που υποδέχθηκαν την, οριστικά πια, διασκορπισμένη οικογένεια. Σπάνια φιλμογραφημένα ντοκουμέντα από ιδιωτικά και δημόσια αρχεία δίνουν το εντυπωσιακό και πλούσιο περιεχόμενο της «Ιρακινής Οδύσσειας». Με μια δήλωση–διαπίστωση που κάνουμε συχνά όλοι μας όταν ένα μέλλον που δεν φανταζόμασταν γίνεται αναγκαία συνθήκη του παρόντος, ο Σαμίρ αρχίζει την αφήγηση: «Πενήντα χρόνια πριν, κανείς στην οικογένειά μου δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι θα ’ρχόταν μέρα που θα εγκαταλείπαμε οριστικά το Ιράκ χωρίς καμιά δυνατότητα ουσιαστικής καθημερινής επαφής μεταξύ μας από τότε και στο εξής…». Ο πατέρας του, η μητέρα του, οι δύο αδελφές του και ο ίδιος —3 χρόνων τότε— καταφεύγουν στην Ελβετία, όπου και παρέμειναν αποκτώντας την ελβετική υπηκοότητα.
Χωρίς να υπάρχει αυστηρός διαχωρισμός ενοτήτων, το ντοκιμαντέρ «χωρίζεται» σε τρία μέρη: στο πρώτο, βλέπουμε τον παππού του και τον ρόλο του στον αγώνα εναντίον των Βρετανών αποικιοκρατών. Στο δεύτερο ακολουθεί τα ίχνη της επιτυχημένης μετανάστευσης της οικογένειας προς ασφαλείς κατευθύνσεις, μακριά από τα συνεχή πραξικοπήματα των δεκαετιών του ’60 και του ’70 μέχρι την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Σαντάμ. Το φιλμ τελειώνει με τη γνωστή εικόνα του αγάλματος του Σαντάμ να γκρεμίζεται από Ιρακινούς το 2003, στην τελευταία επέμβαση των ΗΠΑ.
Οι δυσκολίες
Σε συνέντευξή του παραδέχεται ότι ήταν η δυσκολότερη ταινία της ζωής του, «όχι μόνο για συναισθηματικούς λόγους, αλλά διότι οι συγγενείς μου κάθε φορά που κοιτούσαν προς την κάμερα φορούσαν “το καλό τους ύφος”, μιλώντας επιτηδευμένα και ήταν πολύ αστείο. Ευτυχώς βρήκαμε τον ρυθμό σχετικά γρήγορα», λέει γελώντας, με βλέμμα παιχνιδιάρικο που υποδηλώνει σημαντική αίσθηση χιούμορ, και συνεχίζει: «Τέσσερα εκατομμύρια οικογένειες εγκατέλειψαν το Ιράκ από την επανάσταση του 1958 και μετά. Η δική μου είναι απλώς μία από αυτές. Αποφάσισα να κάνω αυτήν ταινία, γιατί δεν νομίζω ότι ο υπόλοιπος κόσμος μπορεί να φανταστεί ποιο ήταν το Ιράκ και οι προοπτικές του εκείνα τα χρόνια. Είχε ξεκινήσει ένας εκσυγχρονισμός πολλά υποσχόμενος, το πετρέλαιο που είχε ανακαλυφθεί έφερνε λεφτά και στην οικογένειά μου, όπου οι περισσότεροι ήταν κομμουνιστές, πίστευαν ότι η εγκατάλειψη της βασιλείας θα έφερνε μόνον ευημερία στον πληθυσμό. Λάθος! Λάθος όμως είναι και η πρόσληψη των εθνικών μας χαρακτηριστικών από τον υπόλοιπο κόσμο. Ακόμα και η δεύτερη γυναίκα του πατέρα μου, που μας ξέρει 20 χρόνια, όταν είδε το φιλμ ξαφνιάστηκε: “Ω! Μα ήσαστε μορφωμένοι, η θεία σου έγινε γιατρός, οι γυναίκες σπούδαζαν”… Πράγματι, έχουμε εγκαταλείψει τις καμήλες εδώ και αρκετά χρόνια!».
Η θεία που έγινε γιατρός και ζει στη Ν. Ζηλανδία εξομολογείται πόσο την τρομάζουν οι εικόνες με τα σκεπασμένα πρόσωπα των γυναικών και την υποχρέωση να φορούν ακόμη και γάντια για να μη φαίνεται κανένα κομμάτι του σώματός τους. Δεν πιστεύει ότι η ίδια θα μπορούσε να ζήσει κάτω από αυτές τις συνθήκες. Αν δεν είχε φύγει τότε, θα έφευγε οπωσδήποτε τώρα! Ωστόσο, σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο υπάρχουν ομάδες νεαρών ανθρώπων που μέσω των κοινωνικών δικτύων οργανώνουν διαμαρτυρίες και ζητούν ελέγχους κατά της διαφθοράς και εκσυγχρονισμό της κοινωνίας και αυτό ακριβώς είναι που θα ήθελε ο Σαμίρ να έχει, μεγαλύτερη προβολή στα διεθνή ΜΜΕ, πιστεύοντας αφενός ότι θα βοηθούσε σε μεγαλύτερη κινητοποίηση εκ μέρους των νέων Αράβων και αφετέρου σε πληροφόρηση, και άρα σε μεγαλύτερη κατανόηση εκ μέρους των δυτικών κοινωνιών.
Η «Οδύσσεια του Ιράκ» δείχνει κάτι που δύσκολα σήμερα μπορεί κάποιος να φανταστεί: ποιο ήταν το Ιράκ και οι προοπτικές του πριν από πενήντα χρόνια.
Μια… βιογραφία
Στην περιοχή του ήκμασαν οι σημαντικότεροι αρχαίοι μεσοποταμιακοί πληθυσμοί. Με την εμφάνιση του Ισλάμ, τον 7ο αι., εξαραβίζεται και η Βαγδάτη γίνεται κέντρο πολιτικών και πολιτισμικών εξελίξεων του αραβικού κόσμου. Από το 17ο αι. έως το 1918 αποτελεί τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όχι ως προϋπάρχουσα χώρα αλλά ως γενική περιοχή. Η συνένωση τριών βιλαετιών (Βασόρα, Βαγδάτη, Μοσούλη) δημιουργεί το κρατικό μόρφωμα του Ιράκ. Στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δίνεται με «εντολή» στους Βρετανούς (μαζί με την Παλαιστίνη και την Ιορδανία) και αναγνωρίζεται επισήμως ως προτεκτοράτο με τη συνθήκη των Σεβρών το 1920, ενώ μονάρχης χρίζεται το 1921 ο Φεϊζάλ Α΄. Την ίδια εποχή και βάσει της ίδιας συνθήκης, οι Γάλλοι «αναλαμβάνουν» υπό τον έλεγχό τους τον Λίβανο και τη Συρία. Το 1925 αποκτά το πρώτο του σύνταγμα.
Το 1927 ανακαλύπτεται ο πετρελαϊκός πλούτος της χώρας και το 1932, με τη λήξη της βρετανικής «εντολής», αναγνωρίζεται επίσημα η ανεξαρτησία της. Στις 3 Οκτωβρίου 1932 το Ιράκ γίνεται δεκτό στην Κοινωνία των Εθνών, πρώτη από όλες τις αραβικές χώρες. Στις 14 Ιουλίου 1958 ο βασιλιάς ανατρέπεται (και τελικώς εκτελείται) με πραξικόπημα. Ανακηρύσσεται αβασίλευτη δημοκρατία. Η επανάσταση εμπνέεται από τα εθνικιστικά ιδεώδη του νασερισμού. Το 1963 η κυβέρνηση ανατρέπεται από το κόμμα του Μπάαθ. Συνεχή πραξικοπήματα και αντιπραξικοπήματα εξαντλούν τη χώρα μέχρι το 1979, οπότε και ο μπααθιστής Σαντάμ Χουσεΐν επιβάλλει τη δικτατορία.
Ποιος είναι
Ο Samir Riadh Jamal Aldin γεννήθηκε στη Βαγδάτη και μεγάλωσε στην Ελβετία. Σπούδασε τυπογραφία αλλά ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο αποκτώντας ιδιαίτερη φήμη, ως σκηνοθέτης και παραγωγός, για τις ταινίες μικρού μήκους, τα ντοκιμαντέρ και τις ταινίες για τηλεόραση. «Babylon» (1993), «Forget Baghdad» (2002) και «Snow White» (2005) είναι δουλειές που βραβεύθηκαν σε κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Το «Iraqi Odyssey» που γυρίστηκε το 2014 δεν απέσπασε τελικώς καμία διάκριση στα Όσκαρ 2016, όπου αντιπροσώπευσε την Ελβετία.