Της Στεύης Τσούτση.
Ξύπνα ρε!
Ξύπνα από τον ύπνο που σε ρίξανε.
Ξύπνα από εκείνη την αδράνεια που βουτήχτηκες και σε κάνει να χάνεις τον εαυτό σου.
Κοιτάξου στον καθρέφτη και πες μου: Αναγνωρίζεσαι;
Μη ζοριστείς να απαντήσεις.
Την ξέρουμε και οι δύο την απάντηση.
Όχι.
Λιτά, αφοπλιστικά κι απόλυτα όχι…
Που είναι αυτός ο άνθρωπος που έκανε όνειρα;
Που διεκδικούσε, που πάλευε, που ζητούσε;
Εκείνος ο άνθρωπος που δεν έσκυβε το κεφάλι στις δυσκολίες, δε γύριζε τα μάτια στο άδικο, δεν απέφευγε να αναλάβει τις ευθύνες του;
Που είναι εκείνος ο ένθερμος αγωνιστής του δίκαιου; Εκείνος ο προστάτης των αδυνάτων; Εκείνος ο ονειροπόλος βιοπαλαιστής που ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο;
Που τον έκρυψες ρε, πες μου!
Πες μου που τον έθαψες; Πίσω από ποιούς φόβους; Ποια βολέματα; Ποιες δειλίες;
Άλλαξες γαμώτο.
Άλλαξες πολύ.
Και δε σε γνωρίζω πια. Μήτε εσύ γνωρίζεις τον εαυτό σου.
Ένα δειλό, σουφρωμένο από το φόβο ανθρωπάκι σε κοιτά από τον καθρέφτη. Και σου φωνάζει πως είσαι εσύ. Προσπαθεί να σε πείσει κι εσύ δείχνεις να το αποδέχεσαι.
Όχι ρε! Μην το αποδεχτείς!
Δε σου αξίζει αυτό που κατάντησες. Δε σου αξίζει αυτό που σε κατάντησαν πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις.
Άλλαξε τα!
Μα κυρίως άλλαξε εσύ. Γιατί όλες οι μεγάλες αλλάγές ξεκινούν πάντα από μέσα μας.
Πρώτα εσύ κι ύστερα ο κόσμος…
Πρώτα εσύ κι ύστερα το κρακ του τροχού που γυρίζει.
Γιατί μην αυθυποβάλλεσαι πως δεν μπορεί να γυρίσει. Μπορεί και παραμπορεί.
Άπειρες οι σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας που το αποδεικνύουν.
Μόνο που ξέχασες να τις διαβάσεις.
Ξέχασες να τις μάθεις απέξω και να τις λες κάθε βράδυ σαν προσευχή.
“Πιστεύω στη δύναμη του ανθρώπου. Πιστεύω στο αδάμαστο, άφοβο πνεύμα του που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Πιστεύω στη δύναμη της θέλησης που μπορεί να κινήσει και βουνά.
Μα πάνω από όλα πιστεύω σε μένα κι όλα εκείνα που μπορώ να καταφέρω. Κι είναι πολλά κι ας προσπαθούν να με πείσουν πως είναι λίγα. Είμαι παντοδύναμος αρκεί να το θελήσω. Αρκεί να πιστέψω…”
Κιότεψες καημένε.
Μια σου έδωσαν και βρέθηκες στο χώμα. Κι απόμεινες εκεί.
Με σπασμένα μούτρα, στη σιγουριά της ήττας σου. Στη σιγουριά της άκαπνης, της άτολμης ζωής σου. Κι απόμεινες να κλαίγεσαι για περασμένα μεγαλεία.
Φτου σου!
Κι ας μου κόψεις την καλημέρα. Θα μου την κόψω κι εγώ.
Γιατί μιλώντας για σένα, μιλώ και για τον εαυτό μου.
Ίδιος κι εγώ.
Χέστης και δειλός.
Βολεμένος σε μια δυστυχία που δε μ’ αρέσει αλλά που μου δίνει την ασφάλεια να γκρινιάζω αναίμακτα…
Έλα να αλλάξουμε παρέα.
Αφού δε μας αρέσει η φάτσα που βλέπουμε στον καθρέφτη. Δε μας αρέσει αυτό που καταντήσαμε.
Θέλουμε εκείνο το ηρωικό, το ονειροπόλο, το αποφασιστικό που είχαμε νέοι.
Εκείνη τη σιγουριά πως μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο.
Πριν μας πλακώσει ο τροχός.
Έλα να τον γυρίσουμε.
Έλα να σπρώξουμε την πλάκα που μας κόβει τον αέρα, την καθισμένη από την ανοχή μας στο στήθος.
Έλα να αλλάξουμε…
Υπάρχει ένας κόσμος εκεί έξω που έχει την ανάγκη μας.
Τη δική σου. Τη δική μου. Τη δική μας.
Έλα κι όλα θα γίνουν. Δε λέω εύκολα. Ποτέ τίποτα όμορφο δε σου χαρίζεται εύκολα.
Δύσκολα. Όσο δύσκολα θέλει να γίνει.
Αλλά να γίνει.
Να το τολμήσουμε. Να βγούμε από το καβούκι της μιζέριας μας και να διεκδικήσουμε μια καλύτερη ζωή.
Να ανοίξουμε τα τσακισμένα μας φτερά και να πετάξουμε. Γιατί κι έτσι μπορούμε.
Γιατί είμαστε κληρονόμοι πουλιών που να πάρει.
Κι όπως είπε κι ο Σαχτούρης κάποτε, ο ποιητής προφήτης, εμείς οι κληρονόμοι πουλιών πρέπει ακόμη και με σπασμένα φτερά να πετάμε… (anapnoes)