Η έννοια του κοινού, προϋποθέτει πάντα αυτή της εμπιστοσύνης. Η απόφαση κάποιου να μοιραστεί τη ζωή του με τον σύντροφό του ή να εκμυστηρευτεί το μυστικό του σε έναν φίλο, βασίζεται...
στην εκτίμηση ότι μπορεί να τον εμπιστευτεί. Το ίδιο ισχύει και με την επιλογή για το "άνοιγμα" ενός κοινού τραπεζικού λογαριασμού.Βέβαια, πέρα από την προαπαιτούμενη σχέση εμπιστοσύνης, που συνήθως εδράζεται στη συγγένεια η την επαγγελματική συνεργασία των συνδικαιούχων του, ο κοινός λογαριασμός σκοπεί στην εξυπηρέτηση πρακτικών αναγκών, καθώς μπορεί να διευκολύνει τους συζύγους στην οργάνωση της κάλυψης των οικογενειακών βαρών ή τους ομόρρυθμους εταίρους στην ταχεία διεξαγωγή των συναλλαγών της εταιρίας τους.
Εξάλλου, η επιλογή του κοινού λογαριασμού, μπορεί κατά περίπτωση να στηρίζεται και σε φοροαπαλλακτικά κριτήρια, δεδομένου ότι σε περίπτωση θανάτου ενός δικαιούχου, τα χρήματα του περιέρχονται στους λοιπούς επιζώντες δικαιούχους (εφόσον τεθεί ρητά ο σχετικός όρος), χωρίς να οφείλεται φόρος κληρονομίας.
Ωστόσο, το να επιδεικνύει κάνεις εμπιστοσύνη, δεν παύει να ενέχει πάντα έναν βαθμό ρίσκου, και στην περίπτωση του κοινού τραπεζικού λογαριασμού, αυτό αυξάνει σημαντικά για τον δικαιούχο που αγνοεί τις πρακτικές ιδιαιτερότητες και τη νομική του φύση. Δεν είναι άλλωστε σπάνιες οι περιπτώσεις που καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό "εξαφανίστηκαν" από τον ένα δικαιούχο, αφήνοντας στον άλλο μηδενικό υπόλοιπο, όταν οι σχέσεις τους έπαψαν πλέον να είναι "αγαθές". Τα ερωτήματα με ιδιαίτερο πρακτικό ενδιαφέρον εστιάζονται στη φύση και την έκταση τουδικαιώματος ανάληψης από έναν τέτοιο λογαριασμό, στην έννομη προστασία του δικαιούχου που θα βρεθεί ατυχώς εκτεθειμένοςκαι στην ύπαρξη, ή μη, ενδεχόμενης ευθύνης της Τράπεζας. Η αναζήτηση των απαντήσεων, ξεκινάει αναγκαία από την ίδια την έννοια του κοινού τραπεζικού λογαριασμού.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 5368/1932, όπως ισχύει σήμερα, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα σε ανοικτό λογαριασμό επ’ ονόματι δύο ή περισσοτέρων προσώπων από κοινού είναι η κατάθεση η οποία περιέχει τον όρο, ότι από τον λογαριασμό αυτό μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει και χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι οι κατ’ ιδίαν δικαιούχοι. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό, έκαστος δικαιούχος μπορεί να αναλάβει ακόμα και το σύνολο των χρημάτων της κατάθεσης, έστω κι αν ο ίδιος δεν έχει συνεισφέρει το οποιοδήποτε ποσό. Και αυτό γιατί"παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου ενεργητική σε ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της καταθέσεως (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από ένα από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου", όπως αναφέρει η υπ’ αρ. 405/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου. Πρακτικά αυτό σημαίνει, ότι η Τράπεζα έχει την υποχρέωση να καταβάλει το ποσό της κατάθεσης μόνο μια φορά. Συνεπώς, εάν ένας δικαιούχος αναλάβει το σύνολο των κατατεθειμένων χρημάτων, επέρχεται πλήρης απόσβεση της απαιτήσεως έναντι της Τράπεζας για απόδοση των καταθέσεων και ως προς τον άλλο.
Ο τελευταίος αποκτά εκ του νόμου απαίτηση έναντι του δικαιούχου που ανέλαβε και πήρε στην κατοχή του τα χρήματα, για την καταβολή ποσού ίσου προς το ήμισυ της αξίας της συνολικής κατάθεσης, εκτός αν από την εσωτερική σχέση των δικαιούχων προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα κάποιου στο σύνολο των χρημάτων που είχαν κατατεθεί. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή, και μόνο, λαμβάνεται υπόψη και το ύψος του ποσού κατάθεσης έκαστου δικαιούχου στον κοινό λογαριασμό. Η ικανοποίηση πάντως αυτού του δικαιώματος, πρακτικά δεν είναι τόσο ευνόητη, αφού ενδεχόμενη κακοπιστία ή αφερεγγυότητα του συνδικαιούχου που σκέφτηκε να κάνει "τα λεφτά μας λεφτά μου", μπορεί κατά περίπτωση να το καταστήσουν κενό περιεχομένου.
Σε σχέση τέλος με την Τράπεζα, θέμα ευθύνης της στην παραπάνω περίπτωση δεν μπορεί να τεθεί, τουλάχιστον καταρχήν. Άλλωστε, η κατάθεση χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό, φέρει τον χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης και ο δέκτης της κατάθεσης είναι υποχρεωμένος να αποδώσει τα χρήματα όποτε του ζητηθεί.
Ωστόσο, η παραπάνω Αρεοπαγιτική απόφαση επισήμανε μια σημαντική προϋπόθεση για το ανεύθυνο της Τράπεζας. Εφόσον η συμβατική σχέση των δικαιούχων του κοινού λογαριασμού με αυτήν περιλαμβάνει τον ρητό όρο της επίδειξης και του βιβλιαρίου καταθέσεων, μαζί με την ταυτότητα, για τη διενέργεια ανάληψης, η Τράπεζα δεν επιτρέπεται να αποδώσει οποιοδήποτε ποσό από τον κοινό λογαριασμό χωρίς να προσκομιστεί και το βιβλιάριο. Στην αντίθετη περίπτωση, ο υπάλληλός της ευθύνεται σε αποζημίωση έναντι του δικαιούχου που τυχόν εκτίθεται, με βάση τις διατάξεις για την αδικοπραξία, η δε Τράπεζα ευθύνεται και αυτή ομοίως λόγω της σχέσης προστήσεως που την συνδέει με τον υπάλληλό της.
Με αυτούς τους τρόπους, τόσο ο νομοθέτης, όσο και ο δικαστής επιχειρούν να προστατευόσουν τα έννομα συμφέροντα του καλόπιστου δικαιούχου κοινού λογαριασμού, όταν αυτός βρεθεί εκτεθειμένος από την συμπεριφορά του συνδικαιούχου του. Γιατί ο κοινός λογαριασμός δεν πρέπει να γίνεται πρόβλημα του ενός… (capital)