Ένας Βούδας ήρθε με τους μαθητές του σε ένα χωριό. Σε μερικούς έδινε αγωγή άλλους τους θεράπευε… σε κάποιον κάτι δεν άρεσε στη συμπεριφορά του Βούδα εκεί στο χωριό. Στο χωριό δεν άρεσε η συμπεριφορά του Βούδα.
Μαζεύτηκε όλο το χωριό… βάλανε τον Βούδα στο κέντρο και άρχισαν να τον βρίζουν: ότι είναι κακός… ότι είναι στραβός… ότι είναι ανάποδος… Μία ώρα, δύο ώρες τρεις ώρες… κουραστήκαν και σταματήσανε. Ο Βούδας έκανε μια υπόκλιση, είπε ευχαριστώ πολύ…
Οι μαθητές του μείναμε έκπληκτοι: Πώς έγινε αυτό; Ένας τόσο μεγάλος άνθρωπος και κάποιοι ανίκανοι τον βρίζουν. Εσύ αν κούναγες το δάχτυλο σου από το χωριό αυτό δεν θα έμενε τίποτα… Εσύ τους είπες και ευχαριστώ, γιατί; Και λέει ο Βούδας: γιατί να μην πω ευχαριστώ αφού αυτοί άνθρωποι εδώ και πέντε ώρες δουλέψαν για μένα.
-Εξήγησέ μας! Ο Βούδας λέει: Με βρίζουν πέντε ώρες, έχουν βάλει όλα τα απόβλητα του κόσμου επάνω στο κεφάλι μου… και μέσα μου δεν κουνήθηκε τίποτα… ούτε το παραμικρό… και εγώ για ακόμα μια φορά επιβεβαιώθηκα ότι είμαι καθαρός.
Γιατί αν έχουμε μέσα μας ακόμα και λίγο ακαθαρσίες… οπωσδήποτε θα βρεθεί κάποιος να μας τις τραβήξει. Είναι Νόμος: Αν υπάρχει γάντζος κάτι θα κρεμάσουνε. Αν ο άνθρωπος κάτι έχει… θα τον πονάνε συνέχεια. Το γάτο τον τραβάνε από αυτό που εξέχει πιο πολύ. Ή από την ουρά ή από τα μουστάκια.