Από το ότι τα νεογέννητα μωρά δεν βλέπουν μέχρι το ότι είναι αναπόφευκτη η απώλεια της όρασης όταν γεράσουμε, πολλά είναι αυτά που κατά καιρούς ακούμε για τα μάτια και την όρασή μας. Τι ισχύει, όμως, και τι είναι μύθος;
Τα δεδομένα για μερικούς από τους συχνότερους μύθους που αφορούν την όραση συνοψίζει ο Χειρουργός-Οφθαλμίατρος δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision και καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (NYU Medical School).
Τα μωρά δεν βλέπουν όταν είναι νεογέννητα
Φυσικά και βλέπουν, απλώς δεν έχουν πλήρη οπτική ικανότητα ώστε να ξεχωρίζουν όλα τα χρώματα, να βλέπουν εξίσου καθαρά κοντά και μακριά, να εστιάζουν τα μάτια τους, να τα μετακινούν με ακρίβεια κ.λπ. Όλες αυτές τις δεξιότητες τις αποκτούν σταδιακά, καθώς μεγαλώνουν. Κατά τη γέννηση, λ.χ., διαθέτουν περιφερειακή όραση, αλλά η κεντρική δεν είναι ακόμα πλήρως ανεπτυγμένη. Τα ματάκια τους είναι επίσης πολύ ευαίσθητα στο έντονο φως και χρειάζονται προσαρμογή. Έτσι, σε οτιδήποτε βρίσκεται ευθεία μπροστά τους και σε κοντινή απόσταση, μπορούν να εστιάζουν εύκολα μετά τον 1ο μήνα της ζωής. Επιπλέον, τα μάτια αποκτούν το πλήρες μέγεθός τους μετά την εφηβεία, καθώς όταν γεννιόμαστε, έχουν μέγεθος ίσο με τα δύο τρίτα εκείνου που θα έχουν όταν ενηλικιωθούμε.
Τα μάτια αλλάζουν χρώμα τον πρώτο χρόνο της ζωής
Δεν είναι απαραίτητο. Όταν τα μωρά γεννιούνται, συχνά μοιάζουν να έχουν ανοιχτόχρωμα μάτια επειδή ο οργανισμός τους δεν παράγει ακόμα αρκετή μελανίνη. Μέσα στους 12 πρώτους μήνες της ζωής τα μελανοκύτταρα έχουν αρχίσει να παράγουν αυτή τη φυσική χρωστική του οργανισμού. Όσο περισσότερη μελανίνη συσσωρεύεται στην ίριδα των ματιών, τόσο σκουραίνει το χρώμα τους. Αυτό όμως δεν συμβαίνει σε όλα τα μωρά, διότι δεν παράγουν όλα τις ίδιες ποσότητες μελανίνης. Επιπλέον, τα μωρά που γεννιούνται και απομένουν με μπλε μάτια, δεν σημαίνει ότι παράγουν μπλε χρωστική. Το χρώμα των ματιών τους οφείλεται στο ίδιο φυσικό φαινόμενο με το οποίο αποκτά μπλε χρώμα ο ουρανός: προκαλούν σκέδαση στο φως του ήλιου με τρόπο ώστε περισσότερο μπλε φως ανακλάται υπό διάφορες γωνίες.
Μπορούμε να βελτιώσουμε την όρασή μας με ασκήσεις των ματιών
Οι ασκήσεις των ματιών δεν βελτιώνουν ούτε διατηρούν την όραση. Ούτε μειώνουν την ανάγκη για γυαλιά. Η όραση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, κανένας εκ των οποίων δεν επηρεάζεται ιδιαιτέρως από τις ασκήσεις των ματιών. Αυτό που μπορούν να κάνουν οι ασκήσεις των ματιών είναι να τα ξεκουράζουν όταν, π.χ., υφίστανται κόπωση από το πολύωρο διάβασμα ή γράψιμο στο κομπιούτερ. Έτσι μπορεί να βελτιώσουν την εστίασή τους, αλλά όχι την οπτική οξύτητα. Κατ' ανάλογο τρόπο οι ασκήσεις είναι χρήσιμες όταν υπάρχουν προβλήματα σύγκλισης των ματιών (π.χ. στραβισμός). Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα μάτια δεν συνεργάζονται καλά για να εστιάσουν σε ένα αντικείμενο. Και πάλι όμως τα οφέλη τους αφορούν τα μάτια και όχι την όραση.
Δεν παθαίνουμε τίποτα αν κοιτάξουμε για λίγο τον ήλιο
Ακόμα και για λίγη ώρα αν κοιτάξει κάποιος τον ήλιο χωρίς τα κατάλληλα προστατευτικά ματιών, κινδυνεύει να προκαλέσει ανήκεστη βλάβη στους ευαίσθητους οφθαλμικούς ιστούς. Ακόμα και μια ματιά στον λαμπερό ήλιο είναι επώδυνη, γι' αυτό και ενστικτωδώς μισοκλείνουμε τα μάτια και στρέφουμε μακριά το κεφάλι μας. Αν πιέσουμε τον εαυτό μας να κοιτάξει τον ήλιο (ή αν το κάνουμε όταν έχει συννεφιά και ο ήλιος δεν λάμπει πολύ) υπάρχει κίνδυνος να υποστούμε έγκαυμα στον αμφιβληστροειδή χιτώνα των ματιών. Αυτός βρίσκεται βαθιά μέσα στα μάτια και δεν διαθέτει υποδοχείς πόνου. Έτσι δεν θα αντιληφθούμε αμέσως ότι η ακτινοβολία του ηλίου έχει προκαλέσει έγκαυμα σε κάποιο σημείο του, καταστρέφοντας τα φωτοευαίσθητα κύτταρα (ραβδία και κωνία) που υπάρχουν πάνω του. Η συνέπεια είναι να αναπτύσσονται «τυφλά» σημεία στο οπτικό πεδίο (λέγονται σκοτώματα), τα οποία μπορεί να γίνουν αντιληπτά μετά από ώρες (ή και μέρες).
Όσοι έχουν αχρωματοψία, βλέπουν τον κόσμο ασπρόμαυρο
Η αχρωματοψία αναπτύσσεται συνήθως σε άτομα που γεννιούνται με μερική ή ολική απουσία των κωνίων του αμφιβληστροειδούς. Τα κωνία είναι τα φωτοευαίσθητα κύτταρα των ματιών που μας επιτρέπουν να ξεχωρίζουμε το κόκκινο, το πράσινο και το μπλε χρώμα. Οι περισσότεροι πάσχοντες από αχρωματοψία δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν τις αποχρώσεις του πράσινου και του κόκκινου, επομένως βλέπουν εν μέρει τα χρώματα (η κατάσταση λέγεται δευτερανοπία και είναι η πιο συχνή μορφή δυσχρωματοψίας). Η πιο σοβαρή μορφή της, κατά την οποία όλα απεικονίζονται σε αποχρώσεις του γκρι, είναι πολύ σπάνια. Ένας άλλος μύθος που συνοδεύει την αχρωματοψία είναι ότι την εκδηλώνουν μόνο αγόρια. Αν και είναι πολύ συχνότερη στα αγόρια (υπολογίζεται ότι ένα στα 12 γεννιούνται με κάποιας μορφής διαταραχή στην αντίληψη των χρωμάτων), μπορεί να την εκδηλώσουν και κορίτσια. Επιπλέον, η αχρωματοψία δεν είναι πάντοτε συγγενής (εκ γενετής) διαταραχή. Μπορεί να αναπτυχθεί και αργότερα στη ζωή, συνεπεία νόσου, τραύματος ή τοξικής δράσης φαρμάκων που βλάπτουν τον αμφιβληστροειδή ή το οπτικό νεύρο.
Η απώλεια της όρασης είναι αναπόφευκτη με την ηλικία
Οι αλλαγές στην όραση είναι αναπόφευκτες, αλλά η απώλειά της όχι μόνο δεν είναι αλλά μπορούμε να λάβουμε μέτρα από μικρή ηλικία για να την προστατεύσουμε. Οι περισσότεροι άνθρωποι λ.χ. αναπτύσσουν πρεσβυωπία μεγαλώνοντας, αλλά αυτή δεν στερεί την όραση. Αντιθέτως, ο καταρράκτης και άλλες οφθαλμοπάθειες (π.χ. ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας) μπορούν να προληφθούν, να αντιμετωπιστούν ή έστω να καθυστερήσει η εξέλιξή τους, εάν γίνουν αντιληπτές εγκαίρως. Γι' αυτό απαιτείται προληπτικός έλεγχος της όρασης κάθε 1-2 χρόνια, ιδίως μετά τα 40, ώστε να γίνει εγκαίρως η διάγνωση τυχόν προβλημάτων.
Η μεταμόσχευση ματιών μπορεί να βελτιώσει την όραση
Δεν είναι εφικτό να γίνει μεταμόσχευση ολόκληρου του ματιού, διότι το πολύπλοκο αυτό όργανο συνδέεται με τον εγκέφαλο με το οπτικό νεύρο, το οποίο αποτελείται από 1 εκατομμύριο λεπτές νευρικές ίνες. Όταν αυτές οι ίνες κοπούν, δεν μπορούν να ξανασυνδεθούν. Αυτό που είναι εφικτό και εφαρμόζεται είναι η μεταμόσχευση κερατοειδούς (κερατοπλαστική). Ο κερατοειδής είναι η διαυγής, εξωτερική στοιβάδα του ματιού. Η μεταμόσχευσή του μπορεί να είναι απαραίτητη αν αυξηθεί το πάχος του ή θολώσει από φλεγμονή, πάθηση (π.χ. κερατόκωνος), τραύμα (π.χ. έγκαυμα) ή άλλη αιτία.
«Η δωρεά κερατοειδούς αποτελεί μία από τις συγκινητικές πτυχές της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Ως χειρουργός μεταμοσχεύσεων κερατοειδούς σε Ελλάδα και ΗΠΑ, με κλινική εκπαίδευση στα πανεπιστήμια Cornell και Harvard και συστηματική διδασκαλία από το 2010 στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, έχω πραγματοποιήσει χιλιάδες μεταμοσχεύσεις και έχω βιώσει το απίστευτο δώρο από την οικογένεια που θρηνεί, στην οικογένεια που ανακτά το θαύμα της όρασης», καταλήγει ο κ. Κανελλόπουλος.