Μπινελίκι: Μία λέξη με τρεις τελείως διαφορετικές έννοιες στη δική μας γλώσσα. Τη χρησιμοποιούμε συχνά στον πληθυντικό (μπινελίκια) και προέρχεται από τον μπινέ, που στην αργκό είναι ο ομοφυλόφιλος άντρας ο οποίος αναλαμβάνει και παθητικό αλλά και ενεργητικό ρόλο στη σεξουαλική πράξη.
Έχει τις ρίζες της στην τούρκικη ibne (= αναξιόπιστος και με κακό χαρακτήρα άνθρωπος και επίσης ομοφυλόφιλος) – από την αντίστοιχη αραβική ibna (= κόρη, κοπέλα).
Στα ελληνικά λοιπόν μπινελίκι είναι:
Βρισιά, έντονη επίπληξη.
Το φέρσιμο, οι τρόποι και οι πράξεις τού μπινέ. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι μπινελίκια λέγονται και τα χρήματα που δίνει ένας μπινές στον ενεργητικό, για να ικανοποιήσει το πάθος του.
Λιχουδιά, πικάντικος μεζές, νόστιμη μπουκίτσα.
Πηγή: https://poiostigiati.gr/