Οξυά Καστοριάς: Το χωριό των μανιταριών και των χιονισμένων νερόμυλων

Οξυά Καστοριάς: Το χωριό των μανιταριών και των χιονισμένων νερόμυλων

Η Οξυά είναι ορεινό χωριό στην Περιφερειακή Ενότητα Καστοριάς της Μακεδονίας. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.200 μέτρων στις πλαγιές του Βέρνου (Βιτσίου) και είναι ένα από τα ορεινότερα χωριά της Μακεδονίας. Μέχρι το 2010 υπάγονταν στον Δήμο Βιτσίου, ενώ από τον Ιανουάριο του 2011 ανήκει στο Δήμο Καστοριάς. Κάθε καλοκαίρι, το προτελευταίο Σάββατο του Ιουλίου, στο χωριό πραγματοποιείται η Γιορτή Μανιταριού με την στήριξη της περιφερειακής ενότητας και της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας.

Την Οξυά επέλεξε για τα γυρίσματα του δεύτερου μέρους της κινηματογραφικής του ταινίας Ουρανός ο σκηνοθέτης Τάκης Κανελλόπουλος που εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Φεστιβάλ Καννών το 1963.

Βρίσκεται κάτω από την κορυφή του Βιτσίου και εκτείνεται μέσα σε οροπέδιο που περιβάλλεται από οξυές και φυσικούς λειμώνες. Διαρρέεται από ένα μικρό ποτάμι και χωρίζεται σε δυο οικισμούς που ανάμεσά τους είναι κτισμένη η Εκκλησία και το Σχολείο του χωριού. Τοποθετημένη σε υψόμετρο 1.200 μέτρων βρίσκεται στον οδικό άξονα Φλώρινας- Καστοριάς μέσω Βιτσίου και απέχει από την πόλη της Καστοριάς 18 χιλιόμετρα και 36 από την πόλη της Φλώρινας. Γειτνιάζει με τα χωριά Πολυκέρασος, Βυσσινιά, Περικοπή και Τοιχιό. Το χιονοδρομικό κέντρο απέχει 5 χιλ. και το Νυμφαίο μέσω Περικοπής 14 χιλιόμετρα.

Το χωριό Οξυά Καστοριάς από θεμελιώσεως μέχρι τους νεότερους χρόνους αποτελεί τυπική περίπτωση δημιουργίας ορεινών οικισμών κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, αλλά και σημείο αναφοράς ως αντιπροσωπευτικό χωριό που βρέθηκε για πενήντα ακριβώς χρόνια (1899-1949) στο μεταίχμιο των ενόπλων αναμετρήσεων και βίωσε τριτοκοσμικές καταστάσεις.

Μετά την κατάκτηση της Καστοριάς από τους Οθωμανούς στα 1383 ή 1384, δημιουργείται ο πρώτος πυρήνας του πάνω χωριού μέσα σε μια εσοχή μεταξύ δυο ποταμών στις υπώρειες του δάσους με οξιές και εκτεταμένους φυσικούς λειμώνες από καταφυγόντες των πεδινών περιοχών της Καστοριάς και των παραλίμνιων χωριών της. Σήμερα στη περιοχή αυτή, που ακόμα και σήμερα ονομάζεται Άνω χωριό, υπάρχει ένα μικρό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής.

Η πρώτη έγγραφη μνεία του χωριού βρίσκεται σε κώδικα της Ιεράς Μητροπόλεως Καστοριάς, ο οποίος φυλάσσεται σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος:

Σύμφωνα με δικαστική πράξη η οποία καταχωρίσθηκε στον εν λόγω κώδικα τον Νοέμβριο του 1653, ο Αργυρός του Ζώτου και ο Στέφος του Πάνου από την Μπλάτζα προσέφυγαν στην Ιερά Μητρόπολη προκειμένου να επιλύσουν κτηματικές διαφορές. Στη σχετική πράξη κατονομάζονται ως μάρτυρες και οι "εις Μπλάτζαν συνορίται τούτων": Ιωάννης Δασκάλου, Βρετός Μηλωνάς και Ιωάννης Σιαραπάνης.

Οι ληστρικές επιδρομές των Αλβανών από το 1769 προκαλούν εκ νέου αναταράξεις για τους επόμενους αιώνες. Το 17ο με 18ο αιώνα κάτοικοι μεταναστεύουν σε περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας, οι οποίες τότε ήταν σε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυστρίας.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1850 αρκετοί μεταναστεύουν στην Κωνσταντινούπολη, όπως ο Νικόλαος Βούτκας, ο Παντελής Γκολίτσης, ο Βασίλης Λίτσος, ο Παντελής Γκελεμούνας, ο Βασίλης Τσελίκης, οι τρεις αδελφοί Μπάση κ.α. Με συνδρομή όλων των κατοίκων κτίζεται το 1885, όπως προκύπτει και από την εγχάρακτη επιγραφή στο καμπαναριό, η εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Σώζεται δε εντός του ναού και φορητή εικόνα έτους 1903 ευδιάκριτης τεχνοτροπίας με κυριλλικούς χαρακτήρες.

Ο Γάλλος χαρτογράφος, καθηγητής γεωγραφίας σε Οθωμανικό Λύκειο της Κωνσταντινούπολης, Αλ. Συνβέ (Αl Synvet) την αναφέρει το 1878 ως Vlatchi με 600 Έλληνες κατοίκους, όπως ακριβώς και το πολυπληθέστερο Vlatchi Σισσανίου (3.000 κάτοικοι). Για τον λόγο αυτό ονομαζόταν και Μικρό Βλάτσι. Σε χάρτη του 1903 που κυκλοφόρησε ο εκδοτικός οίκος Instituto Geοgrafico de Agostini της Ρώμης, το χωριό καταγράφεται ως (Μπλάζα) Blaza με ένα σχολείο. Πριν το 1903 υπήρχαν 30 ελληνικές (πατριαρχικές) και 50 βουλγάρικες (εξαρχικές) οικογένειες, ενώ από το 1902 μέχρι το 1905 οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν προσχωρήσει στην εξαρχία.

Τον Αύγουστο του 1902 συναντήθηκαν στο Μπλάτσι οι κομιτατζήδες Τσακαλάρωφ, Παπάντσεφ (ανθυπολοχαγός του Βουλγαρικού στρατού από το Σλίβεν της Βουλγαρίας) και Αντρέεφ για να συνεννοηθούν, αλλά τα ένοπλα σώματά τους διασκορπίστηκαν όταν εμφανίστηκε απροσδόκητα τουρκικός στρατός.

Μέχρι το 1927, η ονομασία του χωριού ήταν Βλάτσι, Μπλάτσι ή Μπλάτση.

Το 1928 εγκαταστάθηκε στο χωριό μια οικογένεια 3 Ελλήνων προσφύγων μετά την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμού.

Ο οικισμός διαθέτει ακόμα και σήμερα δύο άδειες λειτουργίας απόσταξης τσίπουρου και από τους τέσσερεις νερόμυλους σώζεται μόνο ένας εγκαταλειμμένος σε απόσταση περίπου πέντε χιλιομέτρων βορείως του χωριού. Η απότομη κατακρήμνιση του νερού σε μερικά σημεία και η έλλειψη παραποτάμων των γειτονικών χωριών Πολυκέρασου και Περικοπής συνετέλεσαν στη δημιουργία ικανού αριθμού νερόμυλων.

Είναι από τα ελάχιστα χωριά που ολόκληρη η δασική έκταση ανήκει στην κοινότητα. Από τις αρχές της 10ετίας του 1960 συστήθηκε και δραστηριοποιείται έκτοτε αδιάλειπτα ο Δασικός Υλοτομικός Συνεταιρισμός Βιτσίου.

Για τη συνέχιση της δραστηριότητας του έγινε τροποποίηση του καταστατικού ούτως ώστε να συμπεριληφθούν ως μέλη όλοι οι ενδιαφερόμενοι της Διοικητικής Ενότητας Βιτσίου. Η κατ’ εξοχήν όμως απασχόληση των κατοίκων της είναι η παραγωγή ορεινής φθινοπωρινής πατάτας (agria), η παραγωγή μήλων και δευτερευόντως η αγελαδοτροφία και εκτροφή προβάτων σε περιορισμένη κλίμακα καθώς και η εποχιακή συλλογή μανιταριών (υπάρχει και ξηραντήριο μανιταριών). Επίσης η περιοχή ενδείκνυται για τη καλλιέργεια πράσου, σέσκουλου, βατόμουρου, φράουλας και ιδιαίτερα όψιμων προϊόντων.

Από εκείνα που προσελκύουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον τον επισκέπτη είναι η εκκλησία του Προφήτη Ιερεμία, κατά την παράδοση παλαιό Μοναστήρι, μοναδική εντός ελλαδικού χώρου, κτισμένη πάνω σε λόφο που γιορτάζει κάθε Πρωτομαγιά, η εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης  με ξυλόγλυπτο τέμπλο και εικονογραφήσεις του Θ. Ζωγράφου η οποία χρονολογείται από το 1885, όπως επιβεβαιώνεται και σήμερα από την εγχάρακτη επιγραφή στο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου, αλλά και στο καμπαναριό.

Οι κάτοικοι είναι συλλέκτες των μανιταριών που αφθονούν στην περιοχή. Το προτελευταίο Σάββατο του Ιουλίου κάθε έτους, βραδινές ώρες, οργανώνεται από τον τοπικό Πολιτιστικό Σύλλογο Οξυάς η γιορτή του μανιταριού, όπου τα καλογεράκια (πορτσίνια) και τα βασιλομανίταρα προσφέρονται υπό τους ήχους της ορχήστρας σ΄ όλους τους παρευρισκόμενους. Σχετική ανακοίνωση γίνεται από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς Καστοριάς από τις αρχές Ιουλίου. Λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω στο βουνό, βρίσκεται το χιονοδρομικό κέντρο Βιτσίου. Διαθέτει μια κεντρική πίστα μέτριας δυσκολίας, δύο πλευρικές και αναβατήρα. Υπάρχει καταφύγιο και το 1998 ανεγέρθηκε μικρός ξενώνας για τους επισκέπτες. Επίσης η περιοχή είναι ιδιαίτερα προσφιλής στους μοτοσικλετιστές που συναντά κανείς τακτικά.

Ο Μοτοσυκλετιστικός Όμιλος Καστοριάς διοργάνωσε στο χιονοδρομικό κέντρο την 20η Πανελλήνια Συγκέντρωση Enduro 2010‏, την 3η, 4η και 5η Σεπτεμβρίου.

Η φωτογραφία είναι από το https://citylogue.gr και την ενότητα Οξυά 

Πηγή: https://el.wikipedia.org/



Εγγραφή στο Newsletter μας

Please enable the javascript to submit this form

© 2004 - 2024 All Rights Reserved. | Φιλοξενία & Κατασκευή HostPlus LTD

hostplus 35