Ακόμα και αν δεν ομιλείτε την γαλλική, μπορείτε να απολαύσετε αυτό το διαμάντι που βγήκε στο φως τις τελευταίες στενόχωρες ημέρες, εν όψει του θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη.
Το βρήκαμε, αρχικά, στο προφίλ του συγγραφέα-μουσικού παραγωγού Άγγελου Κουτσούκη, γράφει η Γεωργία Δρακάκη στο in.gr
Αυτό το ντοκιμαντέρ της βελγικής τηλεόρασης δεν διατίθεται με ελληνικούς ή αγγλικούς υπότιτλους, αλλά αξίζει από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό, λόγω των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν.
Καλλιτέχνες-στυλοβάτες του νεότερου ελληνικού πολιτισμού περνούν από το ασπρόμαυρο, καλογυρισμένο φιλμ και φαντάζουν, σήμερα, φιγούρες μυθικές.
Εκτός από τον Μίκη Θεοδωράκη, βλέπουμε την Δώρα Στράτου με τους χορευτές των παραδοσιακών χορών, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη, την Μαρινέλα, τον Καζαντζίδη, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Το ντοκιμαντέρ ξεκινά με κοντινά πλάνα πάνω στην Μαργαρίτα Θεοδωράκη, πολύ πολύ μικρή. Ο Θεοδωράκης έχει ρόλο παρουσιαστή που μυεί τον θεατή στην μαγεία του ελληνικού, λαϊκού τραγουδιού με τους άξιους εκπροσώπους του.
Η Δώρα Στράτου αποτελεί μια άριστη, δομικά, έναρξη, αντιπροσωπεύοντας την παράδοση, το δημοτικό τραγούδι που χορεύεται. Πάνω εκεί πάτησε το ρεμπέτικο και το λαϊκό μας, αλλά και το θεοδωρακικό έντεχνο.
Ολόκληρη η ελληνική, μουσική ιστορία σε περίληψη.
«Αντιλαλούνε οι φυλακές», τραγουδά ο Μάρκος και ένα ρίγος διαπερνά τον έστω ελάχιστα υποψιασμένο για αυτό που βλέπει θεατή. Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε τεράστια ενωτική δύναμη μουσικών ρευμάτων. Ανέκαθεν θεωρούσε το ρεμπέτικο πολύ σοβαρή υπόθεση.
Ο ίδιος στο ντοκιμαντέρ λέει για τον Βαμβακάρη ότι είναι ο πατάρας, ο πατριάρχης της λαϊκής μουσικής των πόλεων (του αστικού λαϊκού τραγουδιού) και ένας από τους πιο παλιούς μπουζουκίστες της Ελλάδας.
Εξηγεί, στην συνέχεια, ότι ο επίγονός του, ο Τσιτσάνης είναι ο πιο μεγάλος και ο πιο σημαντικός συνθέτης της ελληνικής, λαϊκής μουσικής.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, στο ντοκιμαντέρ, τραγουδά το «Συννεφιασμένη Κυριακή». Τα πλάνα είναι πολύ συγκινητικά.
Ύστερα, ο Θεοδωράκης συστήνει στους Βέλγους τον Μάνο Χατζιδάκι. «Μετά την επιτυχία του με Τα Παιδιά του Πειραιά παρουσίασε στο ελληνικό κοινό τον Μάρκο Βαμβακάρη». Αναφέρεται, φυσικά, στην ιστορική ομιλία του Χατζιδάκι το 1949 για το ρεμπέτικο.
Τον βλέπουμε και τον ακούμε να παίζει έξοχα στο πιάνο του τα Ματόκλαδα του Μάρκου σε μια δική του διασκευή. Έξοχη στιγμή. Ύστερα, ο Μάνος μιλά στα γαλλικά για το μπουζούκι και την σημασία του για την ελληνική, λαϊκή μουσική, προσπαθώντας μάλιστα να εξηγήσει τι εννοούμε εμείς οι Έλληνες όταν λέμε…πάμε στα μπουζούκια.
Ακολουθεί το τραγούδι από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» που έγραψε ο ίδιος: «Τα Παιδιά του Πειραιά». Τραγουδά η Ζωή Κουρούκλη και βλέπουμε εικόνες από ναύτες και βάρκες.
Μια άλλη εποχή, μια άλλη πόλη ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης επισημαίνει ότι έκανε ανέκαθεν λαϊκή μουσική, παράλληλα με την συμφωνική. Πολύ, πολύ σημαντικό αυτό. Μιλά και για την στροφή του στο λαϊκό τραγούδι, ενώ επιφυλάσσει ιδιαίτερη μνεία στον Επιτάφιο του Ρίτσου.
Και βλέπουμε τον Μπιθικώτση να τραγουδά παίζοντας μπουζούκι με μεγάλη ορχήστρα σε ένα τυπικό πάλκο ταβέρνας «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου».
Ανατριχίλα: η ελληνική ποίηση στο στόμα του Λαού.
«Μετά τον Επιτάφιο συνέθεσα το Αρχιπέλαγος και την Πολιτεία», λέει ο Μίκης προς το τέλος του ντοκιμαντέρ, για να προλογίσει τους Καζαντζίδη και Μαρινέλλα, σε ένα τραγούδι από την Πολιτεία: «βράχο βράχο τον καημό μου…»
Απολαύστε το ντοκιμαντέρ εδώ: