Ο Γιώργος Περού παρουσιάζει μια διασκευή στο τραγούδι “Βεγγέρα”. Στο τραγούδι καταγράφονται όλες οι αποχρώσεις του αισθήματος της νοσταλγίας από τη μαστόρισσα του είδους, την στιχουρχό Ειρήνη Χάλκου (Χαλκορήνη) που προίκισε το νησιώτικο τραγούδι με τις ρίμες της.
Η μουσική είναι του μεγάλου σολίστα και συνθέτη του παραδοσιακού μας τραγουδιού Γιώργου Κονιτόπουλου. Οι 2 πιο γνωστές εκτελέσεις πάντα με τον ίδιο τον συνθέτη στο βιολί είναι της Ειρήνης Κονιτοπούλου - Λεγάκη και του Γιάννη Πάριου.
Τα πλάνα από το video τραβήχτηκαν το 1967 από τον τότε νεαρό μετανάστη Μανώλη Τσάφο σε μια επίσκεψη του στο χωριό καταγωγής του και της στιχουργού, τον Δανακό της ορεινής Νάξου.
Μπορείτε ν’ ακούσετε το τραγούδι και να δείτε το video:
Συμμετέχουν οι μουσικοί
Κοντραμπάσο (Pizz & δοξάρι) - Κώστας Πατσιώτης
Κλασική κιθάρα - Γιάννης Γιαννικουρής
Τσέλο - Μιχάλης Πορφύρης
Βιολί - Μιχάλης Δήμου
Φωνητικά - Ηλίας Βαμβακούσης, Λόλα Γιαννοπούλου,
Γιώργος Περού Μαντολίνο, Δωδεκάχορδη κιθάρα, Κρουστά, Προγραμματισμός
Στίχοι:
"Τι είναι αυτό που νοσταλγώ και θέλω να 'μαι στο χωριό άμα βραδιάζει η μέρα
Ίσως θυμάμαι τις βραδιές παρέα με τις κοπελιές που κάναμε βεγγέρα
άμα βραδιάζει η μέρα
Η μια μαντήλια έδενε κι η άλλη ρόκα έκανε κι εγώ σου τραγουδούσα
Και πέταγα στα σύννεφα κοντά μου όσο σ' ένιωθα που τόσο σ' αγαπούσα
Στην ξενιτιά έχω λεφτά, μα δεν με συγκινούν αυτά, όσο πολλά και να 'ναι
Όσο εκείνες οι καλές, παλιές κι αξέχαστες βραδιές που δεν ξαναγυρνάνε,
όσο πολλά και να 'ναι."
Η Bεγγέρα ήταν ένα από τα έθιμα που ανέπτυσσαν την κοινωνικότητα ανάμεσα στους κατοίκους ενός χωριού, κυρίως τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Τα βράδια, λοιπόν, μια παρέα ή μια οικογένεια επισκεπτόταν κάποια άλλη οικογένεια του χωριού, όπου ξεκινούσαν όλοι μαζί, με το φανάρι αναμμένο για να φωτίζει το δρόμο, και έφταναν στον τελικό προορισμό, ένα φιλικό ή συγγενικό σπίτι.
Η Βάλυ Βαϊμάκη γράφει στο βιβλίο της: «Οι βεγγέρες», οι βραδινές συγκεντρώσεις από σπίτι σε σπίτι, πήραν το όνομά τους από τη λέξη φεγγέρες, καθώς στα παλιά χρόνια γίνονταν στις αυλές των σπιτιών κάτω από το φέγγος της σελήνης. Οι φιλικές αυτές συγκεντρώσεις κρατούσαν συνήθως μέχρι τις 10 το βράδυ και οι οικοδεσπότες πρόσφεραν στους καλεσμένους τους σύκα, σταφίδες, μουσταλευριά, ρακί. Στη διάρκειά τους οι γυναίκες έπλεκαν (σσ. την προίκα της κόρης τους), έκλωθαν μαλλιά προβάτων, μπάλωναν και συζητούσαν θέματα σχετικά με το νοικοκυριό, ενώ οι άντρες διηγούταν ιστορίες σχετικά με την πολιτική ή τη δουλειά τους».