Της Dimitra Papanastasopoulou
Φίλες και φίλοι,
Το 1830 κυκλοφόρησε στην Νέα Υόρκη ένα βιβλίο με τον πελώριο τίτλο «Αφήγηση ενός Έλληνα στρατιώτη με ανέκδοτα και περιστατικά που απεικονίζουν τον χαρακτήρα και τα έθμα των Ελλήνων και Τούρκων της Μ. Ασίας και λεπτομερής εξιστόρηση γεγονότων του πρόσφατου πολέμου στην Ελλάδα, όπου ο συγγραφέας είχε σημαντική δράση και στη στεριά και στη θάλασσα από την αρχή ως το τέλος του ξεσηκωμού».
Αυτός ο αγωνιστής λεγόταν Πέτρος Μέγγος και καταγόταν από τη Σμύρνη. Το χρονικό του Μέγγου ξεχωρίζει για την απλότητα της αφηγησης και για την ειλικρίνειά του. Είναι το ημερολόγιο ενός στρατιώτη, ανεπιτήδευτο, με πλήθος σκηνές και λεπτομέρειες του πολεμικού βίου.
Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση και άρχισαν οι διωγμοί του Μικρασιατικού Ελληνισμού, ο Πέτρος ήταν 19 ετών. Εξασφάλισε διαβατήριο από το προξενείο και κατέφυγε στην Τεργέστη. Εκεί συνάντησε πολλούς ‘Ελληνες από την Βλαχία που είχαν πολεμήσει υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και προσπαθούσαν να κατεβούν στον Μοριά. Οι Αυστριακές Αρχές, όμως, στα πλαίσια της φιλοτουρκικής πολιτικής του ανακτοβουλίου της Βιέννης, απαγόρευαν την έξοδο των Ελλήνων και ξένων εθελοντών με προορισμό την Ελλάδα. Έτσι, όλοι εκείνοι αναγκάζονταν να κατευθυνθούν στην Ανκόνα.
Εκείνες τις ημέρες άραξε στην Τεργέστη ένα ελληνικό καράβι με ρωσική σημαία. Ο Σαντορινιός καπετάνιος προσφέρθηκε να μεταφέρει χωρίς ναύλο τους Έλληνες εθελοντές, που αριθμούσαν τους σαράντα. Όλοι τους φρόντιζαν ν’ αγοράσουν όπλα με κάθε μυστικότητα, αποφεύγοντας τα αυστριακά κρατητήρια. Ο Πέτρος Μέγγος αγόρασε ένα σπαθί και δύο πιστόλες, τα έκρυψε κάτω από τον μανδύα του και προχώρησε προς το λιμάνι για να μπαρκάρει. Ένας μυστικός τον είδε και άρχισε να τον τραβά στην Αστυνομία. Ευτυχώς, με μισό τάληρο πείσθηκε να τον αφήσει…
Αρχές Νοεμβρίου 1821 ο Μέγγος βγήκε στο Μεσολόγγι. Κατά την εκεί παραμονή του πρόσεξε ότι μόλις έφθαναν στην πόλη χαρμόσυνες ειδήσεις από τα πεδία των μαχών,έβγαινε ο ντελάλης στους δρόμους και καλούσε τον κόσμο στην εκκλησία, φωνάζοντας: «Να δοξολογήσουμε τον Ύψιστο!»
Μετά από περίπου μία εβδομάδα ο Μέγγος πέρασε στην Πάτρα με ένα ρουμελιώτικο σώμα. Η πολιορκία του κάστρου συνεχιζόταν, αλλά όχι συστηματικά. Οι στρατιώτες γύριζαν στα χωριά για να μαζέψουν ελιές, γιατί ήταν ο μοναδικός τρόπος να επιβιώσουν οι οικογένειές τους.
Το «βάπτισμα του πυρός» το πήρε σε μια αιφνιδιαστική έξοδο των Τούρκων. Παραλίγο να αιχμαλωτισθεί ο Μαυροκορδάτος. Εκείνος γλύτωσε, αλλά έπεσαν στα χέρια των Τούρκων ένας Γάλλος και ο γιατρός του Μαυροκορδάτου, ενώ σκοτώθηκαν γύρω στους σαράντα Έλληνες. Ο Μέγγος γλύτωσε πηδώντας πάνω σ’ ένα επτανησιακό καράβι που τον οδήγησε ξανά στο Μεσολόγγι.
Πρόκειται για την μοιραία τουρκική αιφνιδιαστική επιχείρηση της 22ης Νοεμβρίου 1821, μια συνδυασμένη επίθεση αποβατικών τμημάτων του Γιουσούφ Πασά από τη Ναύπακτο και έξοδο των Τούρκων από το κάστρο, που οδήγησε στην οριστική λύση της τρίτης πολιορκίας του φρουρίου. Λόγω των σφαλμάτων της ηγεσίας των πολιορκητών η Πάτρα θα παρέμενε στα χέρια των Τούρκων σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Η διάλυση του στρατοπέδου ήταν αξιοθρήνητη. Γράφει ο Ι.Φιλήμων: «Επί τοσούτον δε συνέβη έμφοβος η φυγή αύτη, ώστε οι πλείστοι μεν έφερον ό,τι εφόρουν, οι δ’ αρχηγοί, πατά την αποσκευήν άπασαν, άφησαν και τους ίππους αυτών. Τα ίδια έπαθον δυστυχήματα, τυχόντες εκεί, ό,τε Μαυροκορδάτος, Καρατζάς και οι δια την εθνικήν συνέλευσιν μεταβαίνοντες εις το Άργος παραστάται της Δυτικής Ελλάδος».