Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ (1826-1827)

Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ (1826-1827)

Γράφει ο Θάνος Κονδύλης

Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου ή Μακρυγιάννης (1797-1864) ήταν έμπορος, στρατηγός, πολιτικός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Φωκίδα και στη διάρκεια της Επανάστασης έλαβε μέρος σε πολλές μάχες όπου και τραυματίστηκε αρκετές φορές.

Μετά την απελευθέρωση ζούσε στην Αθήνα και έλαβε μέρος στην πολιτική ζωή. Η κατοικία του ήταν σ’ ένα κτήμα που είχε στη γωνία των σημερινών οδών Μακρυγιάννη και Διάκου – τότε η περιοχή ήταν στα όρια της πόλης. Μέχρι σήμερα αυτή η περιοχή φέρει το όνομά του.

Είχε παντρευτεί το 1825 τη δεκαεξάχρονη Κατίγκω (Αικατερίνη) Σκουζέ (1810-1877). Από αυτήν απέκτησε δέκα αγόρια (τέσσερα πέθαναν όσο ζούσε ο ίδιος) και δύο κορίτσια. Έγραψε το έργο Απομνημονεύματα και συνεργάστηκε με τον Παναγιώτη Ζωγράφο στη δημιουργία είκοσι πέντε ζωγραφικών πινάκων που αναπαριστούν μάχες της Ελληνικής Επανάστασης.

Μεταξύ των άλλων μαχών έλαβε μέρος και στην πολιορκία της Ακρόπολης από τους Τούρκους (1826-1827). Μετά την πτώση του Μεσολογγίου (Απρίλιος 1826), οι Τούρκοι κατέπνιξαν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και κατέληξαν στην Αθήνα με χιλιάδες στρατού και πυροβολικό.

Οι Έλληνες με αρχηγό τον Γιάννη Γκούρα υπεράσπισαν την πόλη μέχρι τις 3 Αυγούστου 1826 οπότε και την εγκατέλειψαν λόγω της ανωτερότητας του εχθρού, για να κλειστούν στην Ακρόπολη. Στο εξής η πολιορκία πέρασε από διάφορες φάσεις.

Στις αρχές Οκτωβρίου 1826 σκοτώθηκε ο Γιάννης Γκούρας και λίγες μέρες αργότερα τραυματίστηκε ο Μακρυγιάννης. Τον Νοέμβριο ο Μακρυγιάννης παρά τα τραύματά του έφυγε ως αγγελιοφόρος για το Ναύπλιο ζητώντας νέες ενισχύσεις. Η πολιορκία συνεχίστηκε και το 1827 πιο στενή.

Η κυβέρνηση έστειλε τον Καραϊσκάκη με αρκετό στρατό για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Αλλά όταν αυτός σκοτώθηκε (23 Απρίλιου 1827), οι Έλληνες ηττήθηκαν σε πολλές μάχες και αποχώρησαν από την Αττική. Οι πολιορκημένοι μην περιμένοντας άλλη βοήθεια αναγκάστηκαν να παραδώσουν με συνθήκη το κάστρο (25 Μαΐου 1827). Επιβιβάστηκαν σε γαλλικά και αυστριακά πλοία με προορισμό τη Σαλαμίνα και άλλα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας όπως η Αίγινα και η Πελοπόννησος.

Είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε την περιγραφή του Μακρυγιάννη για αυτή την πολιορκία όπως την παραδίδει σε κάποιες σελίδες στα Απομνημονεύματά του (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, Μεταγραφή από το πρωτότυπο του Γιάννη Βλαχογιάννη, επεξεργασμένη από τον καθηγητή Γιάννη Καζάζη, Bιβλίον A΄. 1797-1827, σσ. 80 – 82). Η περιγραφή ξεκινάει από τη στιγμή που οι Έλληνες εγκατέλειψαν την πόλη της Αθήνας και υποχώρησαν μέσα στην Ακρόπολη.

«…Την χώρα την βαστήσαμεν τριάντα τέσσερες ημέρες. Κολλήσαμεν εις το κάστρο Αγούστου 3, τα 1826. Όταν μπήκαμεν εις το κάστρο, ήταν πλήθος εκεί βόιδια. Ο Γκούρας, αμαθής από μπλόκους, τάβγαλε και τ’ απόλυσε όλα έξω, και τα πήραν οι Τούρκοι. Του λέγω: «Τι κάνεις, αδελφέ; εδώ είναι πολιορκία. – Λέγει, λίγον καιρό θα κάμωμεν». Έτζι τόλεγαν οι Ευρωπαίγοι, οπούρχονταν εις το κάστρο, και τους πίστευε. Όταν δεν είχαμεν ούτε ψωμί, βάρειε το κεφάλι του. …

Αφού κολλήσαμεν εις το κάστρο, μεράσαμεν και πήρε ο καθείς τα πόστα του. … Ήταν μαζί μ’ εμένα οι Αθηναίοι και με τον Κώστα Λαγουμιτζή, και χωρίς ν’ αγωνιζόμαστε εμείς, το κάστρο θα κιντύνευε και θα παραδόνεταν προ καιρού. Εις το Σερπετζέ από πάνου, εις το θέατρο, φύλαγε ο Κατζικογιάννης. Ύστερα με διόρισαν όλοι οι πολιορκημένοι πολιτάρχη του κάστρου, να φέρνω γύρα όλο το κάστρο μέσα διά την ευταξίαν κ’ έξω σε όλα τα πόστα να τρέχω όθεν ακολουθήση ντουφέκι, να προφτάνωμεν. …

Την νύχτα φκειάναμεν της ντάπιες και την ημέρα μάς της χάλαγαν με τα κανόνια από το Σέτζος. Ότ’ ήταν καρσί και πολλά κοντά. Κι’ αφανιστήκαμεν εις τον σκοτωμόν. Το ίδιον πάθαιναν κι’ απάνου εις το κάστρο. Ότ’ ήταν πέτρες· κι’ αφανίστηκαν οι άνθρωποι από τα κανόνια και μπόμπες. Γιόμωσε τάφους απάνου το κάστρο και τους χώναμεν ’στον Σερπετζέ. Εις την ντάπια του Δυσσέα απόξω ως τη ντάπια του Λιονταριού εκεί είχαμεν δεμένο λαγούμι· είχαμεν βάλη μπαρούτι και το φτίλι από κεί το είχαμεν ως μέσα εις το χαντάκι. Κ’ εκείνη την θέση του Λιονταριού την φύλαγαν οι Αθηναίγοι οι γυμνοί. Κεφαλή αυτεινών ήταν ο Δανίλης, γενναίος άνθρωπος και τίμιος πατριώτης. Τον πιάσαν ύστερα ζωντανόν αυτόν και τον Μήτρο Λέκκα, τους αγαθούς πατριώτες, και τους παλούκωσαν εις την Έγριπον οι Τούρκοι. Το φτίλι του λαγουμιού ήταν από πανί. Οι άνθρωποι κατουρούσαν εις το χαντάκι, ότι δεν μπορούσαν να πάνε αλλού, ότι τους βαρούσαν οι Τούρκοι από το Καράσουι κι’ απ’ άλλα μέρη· και τους κατασκότωναν καθημερινώς. Οι Τούρκοι αποφάσισαν να κάμουν γιρούσι δι’ αυτό το μέρος, και εις τη ντάπια, οπούταν το λαγούμι δεμένο εκεί συνάχτηκαν πλήθος από αυτούς. Βάλαμεν τους ανθρώπους εις την τάξη, βήκαμε καμπόσοι και στεκόμαστε με τα μαχαίρια εις το χέρι. Βάλαμεν φωτιά εις το φτίλι, ήταν βρεμένο, δεν έπιασε· πήγε σε καμπόσο διάστημα η φωτιά και κόπη. Τότε είδα έναν πατριωτικόν ενθουσιασμόν. Ένας Αθηναίος παίρνει με την χούφτα του φωτιά και πήγε και την έρριξε εις το φτίλι – διά την πατρίδα την φωτιά την έκαμεν νερό, αλλά δεν έπιασε. Μας ρίχτηκαν οι Τούρκοι απάνου – τους δώσαμεν ένα πελεκίδι και τους πήγαμεν κυνηγώντα ως την άκρη εις τα σπίτια· κι’ αποτύχαμεν το λαγούμι, οπού θα τους αφάνιζε. Σκοτώσαμεν καμπόσους κ’ έναν σημαντικόν. Και λυπήθη πολύ ο Κιτάγιας δι’ αυτόν, ότ’ ήτο πολύ γενναίος...

Όταν κολλήσαμεν εις το κάστρο, βαστούσαμεν και τον μαχαλά της Πλάκας ως την Αρβανίτικη πόρτα. Από κάτου το κάστρο εις τα σπίτια ήταν μία εκκλησία και της έδεσε λαγούμι ο αθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναίος και τίμιος πατριώτης – και με την τέχνη του και με το ντουφέκι του ως λιοντάρι πολέμαγε διά την πατρίδα. Ήμαστε μαζί κι’ αγωνιζόμαστε ως αδελφοί νύχτα και ημέρα και δουλεύαμεν με τους ανθρώπους, τους αγαθούς Αθηναίους και φκειάναμεν τα λαγούμια· και ήμαστε όλοι πάντα αγαπημένοι κ’ ενωμένοι. Εις το Μισολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άντρας θάματα έχει κάμη. Πατρίδα, του χρωστάς πολύ αυτεινού του αγωνιστή. Θησαυρούς τού δίνει ο Κιτάγιας να γυρίση· διά σένα, πατρίδα, όλα τα καταφρονεί. Έβαλε λαγούμι εις την εκκλησίαν. Πλάκωσε ένα πλήθος Τούρκων· αρχίσαμεν τον πόλεμον· κάμαμεν ότι τζακιστήκαμεν. (Θέλαμεν να τον αφήσουμεν τον μαχαλά, ότ’ ήμαστε ολίγοι και οι θέσες εκτεταμένες). Τότε οι Τούρκοι μάς πήραν ’στο κοντό. Είχαμεν την Χρυσοσπηλιώτισσα πιασμένη και το ριζό του κάστρου, είχαμεν ταμπούρια, και πιάσαμεν εκεί. Αφού γιόμωσε η εκκλησιά μέσα κι’ ως απάνου, στάθηκαν δυο γενναία παληκάρια ο Μιχάλης Κουνέλης Αθηναίος κι’ ο Θωμάς Αργυροκαστρίτης ή Χορμοβίτης, αυτείνοι οι δυο γενναίοι και οι αθάνατοι, και βάλαν φωτιά· και πολέμησαν αντρεία και σώθηκαν. Και πήγε εις τον αγέρα η εκκλησιά και οι Τούρκοι όλοι. Ύστερα οι άλλοι Τούρκοι οπού ήταν πλησίον εκεί τζακίστηκαν· κι από πάνου το κάστρο κι’ από κάτου βαρούσαμεν εις το κρέας και τους αφανίσαμεν. Έγινε μεγάλος ο σκοτωμός των Τούρκων.

Εις το Σερπετζέ απόξω, οπού φυλάγαμεν, ήφερναν τα λαγούμια τους οι Τούρκοι αναντίον μας· εκεί ήταν και του κάστρου, τρία στόματα. Οι Τούρκοι ήταν πάρα πολλά πλησίον μας και ήρθε κ’ ένας πασιάς νέος με καλό ασκέρι. Και ήρθαν εκεί εις τα χαρακώματά τους πολλά πλησίον μας και μας βρίζαν και μας λέγαν άναντρους κι’ Οβραίους· και εις το Μισολόγγι ήταν παληκάρια κ’ εμείς καντιποτένιοι· και ’σ ένα δυο ημέρες μάς κλείνουν με τα χαρακώματά τους· και μας πιάνουν ζωντανούς ύστερα και μας περνούν από το σπαθί τους. Εγώ κι’ ο Κώστα Λαγουμιτζής ήμαστε αποσταμένοι, ότι φκειάναμεν νύχτα και ημέρα τα λαγούμια να τους χαλάσουμεν των Τούρκων τα δικά τους. Κ’ εγώ ήμουν πάντοτες οπού σύναζα τους Αθηναίους (τους αγαπούσα, κι’ αυτοί το ίδιον) και τους οδηγούσα εις αυτά κ’ εργαζόμαστε. Είχα κι’ όλα τα νοικοκυρόπουλα μαζί μου και τα προφύλαγα από τους ανθρωποφάγους, οπούθελαν να τους γυμνώνουν ως και εις το κάστρο, όπου τους έμεινε ολίγον πράμα – να τους το πάρουν κι’ αυτό...»



Εγγραφή στο Newsletter μας

Please enable the javascript to submit this form

© 2004 - 2024 All Rights Reserved. | Φιλοξενία & Κατασκευή HostPlus LTD

hostplus 35