Γράφει ο Θάνος Κονδύλης
Ένας από τους μεγαλύτερους – αλλά ξεχασμένους - ευεργέτες της Ελλάδας στη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης υπήρξε η γνωστή ΔΟΥΚΙΣΣΑ ΤΗΣ ΠΛΑΚΕΝΤΙΑΣ, η Σοφί ντε Μαρμπουά - Λεμπρέν (Sophie de Marbois-Lebrun). Πρώτα λίγα για τη βιογραφία της. Γεννήθηκε το 1785 στη Φιλαδέλφεια ΗΠΑ και πέθανε το 1854 στην Αθήνα. Ο πατέρας της ήταν Γάλλος, αντιπρόσωπος του Λουδοβίκου ΙΕ΄ της Γαλλίας στο αμερικανικό Κογκρέσο, επιτετραμμένος Γάλλος διπλωμάτης και μαρκήσιος. Η μητέρα της ήταν Αμερικανίδα, κόρη του κυβερνήτη της Πενσιλβάνια. Η Σοφία το 1802 παντρεύτηκε τον στρατηγό Άννα - Κάρολο Λεμπρέν (Anne-Charles Lebrun, 1775-1859), που ήταν ο μεγαλύτερος και ο πρωτότοκος γιος του γιος του Καρόλου Φρανσουά Λεμπρέν, δούκα της ιταλικής Πιατσέντζας (λατινικά Placentia), και από τον οποίο κληρονόμησε τον τίτλο. Η Σοφία απέκτησε μια κόρη, την φιλάσθενη Ελίζα, αλλά ο γάμος δεν ευημέρησε. Η Σοφία παράτησε τα σαλόνια της Γαλλίας και ρίχτηκε σε μια περιπετειώδη ζωή εγκαταλείποντας τον άντρα της. Γνώρισε διάφορους εραστές αλλά η τομή στη ζωή της έγινε το 1821, όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση. Αγαπούσε παθολογικά την Ελλάδα, αμέσως έγινε ενεργό μέλος του αγγλικού Φιλελληνικού Κομιτάτου και πουλώντας τα κοσμήματά της μάζεψε πάνω από 20.000 φράγκα για την Ελλάδα.
Το πόσο σημαντικό πρόσωπο ήταν για την επαναστατημένη Ελλάδα η δούκισσα καταγράφεται σε επιστολή (20 Απριλίου 1825) του Αδαμάντιου Κοραή στον οπλαρχηγό Οδυσσέα Ανδρούτσο. Εκεί αναφέρονται τα εξής: «Φίλε Στρατηγέ, η κυρά Δούκισσα Πλακεντίας (Duchesse de Plaisance) έρχεται με την φίλη αυτής θυγατέρα εις την Ελλάδα […] τόση είναι της χρηστής Δουκίσσης η προς το γένος μας εύνοια, την οποίαν έδειξεν εμπράκτως και εδώ, βοηθήσασα δις και τρις, διά χειρός μου, τους ομογενείς σπουδαστάς. Δεν αμφιβάλλω ότι όλον το γένος μέλλει να υποδεχθεί την δούκισσαν […] ως φίλην θερμήν και ευεργέτριαν του γένους. Αν κατά τύχην έλθη και εις τους τόπους όπου στρατηγείς, φρόντισε, φίλε, να γενή η περιήγησις αυτής άκοπος, άφοβος, ασφαλής, και όσον το δυνατόν ευάρεστος…».
Το 1826 βρισκόταν στο Παρίσι. Εκεί συνάντησε τον Ιωάννη Καποδίστρια (1776-1831) και γοητεύτηκε από την προσωπικότητά του. Δεν αποκλείεται μάλιστα να τον ερωτεύτηκε. Το 1827 μαζί με την κόρη της βρισκόταν στη Ρώμη όπου συνάντησαν και πάλι τον Καποδίστρια. Τότε ήταν αντιπρόσωπος της επαναστατικής κυβέρνησης της Ελλάδας. Η συνάντηση αυτή είχε αποφασιστική σημασία για τη Σοφία που συνεχώς έδινε χρήματα για να βοηθήσει την επανάσταση.
Το 1828 ο Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο ως ο πρώτος κυβερνήτης της επαναστατικής Ελλάδας. Είχε επικοινωνία με τη δούκισσα της Πλακεντίας που ακόμα ήταν στο εξωτερικό. Σε μια επιστολή του προς αυτήν (4 Μαρτίου 1828) αναφέρει τον τρόπο που διέθεσε τις 14.000 φράγκα που του είχε αποστείλει. Λέει ότι με αυτά, περίπου 1500 πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Αίγινα μετά την πτώση της Αθήνας στους Τούρκους (1827), σιτίζονταν επί εβδομάδες και αυτό θα γινόταν και τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες. Ο Καποδίστριας της λέει ότι αν είχε λίγα ακόμα χρήματα από αυτήν θα μπορούσε να τους στεγάζει σε καλύβες, για να βγουν από τις σπηλιές όπου διέμεναν.
Τον Δεκέμβριο του 1829 η Σοφία και η κόρη της έφτασαν στο Ναύπλιο με το πολεμικό πλοίο και καπετάνιο τον γνωστό Μιαούλη, κατόπιν εντολής του Καποδίστρια. Η άφιξή της στην τότε πρωτεύουσα ανακοινώθηκε στη «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος». Εγκαταστάθηκε σ’ ένα μεγάλο σπίτι με όλο της το προσωπικό και τα σκυλιά της και άρχισε τις αγαθοεργίες ενώ ακόμα μαινόταν ο πόλεμος της ανεξαρτησίας. Ανάμεσα στις γνωστές αγαθοεργίες της καταγράφονται οι εξής: ίδρυσε σχολείο θηλέων, που λειτούργησε πρώτα στην Αίγινα και στη συνέχεια στο Ναύπλιο. Συμμετείχε ενεργά στο συντονισμένο κίνημα των Γάλλων φιλελλήνων. Ανέλαβε να μορφώσει 12 Ελληνίδες με δικά της έξοδα.
Αλλά εκεί η ζωή της παίρνει άλλη στροφή. Λένε ότι ερωτεύτηκε τον μεγάλο εχθρό του Καποδίστρια, τον ήρωα Ηλία Κατσάκο Μαυρομιχάλη και ψυχράνθηκε με τον Κυβερνήτη τον οποίο άρχισε να αντιπολιτεύεται. Το 1831, μετά από παραμονή δεκαεπτά μηνών στο Ναύπλιο η Σοφία και η κόρη της έφυγαν για την Ιταλία. Την ίδια χρονιά βγήκε και το τυπικό διαζύγιο από τον Γάλλο σύζυγό της. Στις 9 Οκτωβρίου δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας. Το 1833 έφτασε στο Ναύπλιο ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας, ο Όθων και ανακήρυξε νέα πρωτεύουσα του βασιλείου του την Αθήνα. Το 1834 η Σοφία και η κόρη της έφτασαν στην Αθήνα, όπου και πέρασαν το υπόλοιπο της ζωή τους. Η Σοφία πέθανε στις 2 Μαΐου 1854, αφήνοντας την τεράστια περιουσία της σε διάφορους κληρονόμους και στο Δημόσιο. Ο τάφος της βρίσκεται στον μεγάλο πύργο της στην Πεντέλη.