Η γιαγιά μας έλεγε: «Να είστε καθαροί, να είστε χαρούμενοι, να υποδεχτείτε με αγάπη τον μικρό Χριστούλη».
Οι νοικοκυρές στόλιζαν το σπίτι. Έκοβαν δυο-τρία κλαράκια από πεύκο ή κυπαρισσοέλατο, τα φύτευαν σε μια γλάστρα, του έδιναν σχήμα και στερέωναν πολλά κεράκια. Τύλιγαν σε χρωματιστά χαρτάκια καρύδια, αμύγδαλα και άλλα διάφορα. Τα κρεμούσαν στο δεντράκι. Πρόσθεταν αρκετά κομμάτια βαμβάκι και το δεντράκι έτοιμο.
Και κάπως έτσι, άρχιζε ένα εορταστικό «οδοιπορικό»:
Το ζύμωμα
Σε μια πήλινη λεκάνη οι νοικοκυρές έπιαναν το προζύμι με χλιαρό νερό και αλεύρι. Το σταύρωναν και ψιθύριζαν μια προσευχή. Μετά το σκέπαζαν για ν’ ανέβει. Σε ένα ξύλινο σκαφίδι κοσκίνιζαν το αλεύρι και το ζύμωναν για αρκετή ώρα. Πρώτο το Χριστόψωμο, στολισμένο με πολλά σχέδια, μετά κουλουράκια, κουραμπιέδες, φοινίκια και άλλα. Ο νοικοκύρης είχε ετοιμάσει τον φούρνο και τα ξύλα.
Η πλατεία του Αγίου Λουκά στολισμένη. Στους δρόμους, στις αυλές, παιδιά έστηναν καρύδια, παίζανε βόλεϊ με πορτοκάλια και άλλα παιχνίδια. Τα κορίτσια έλεγαν τι θα φορέσουν και πού θα πάνε με τους γονείς τους.
Την εποχή εκείνη έθρεφαν ζώα στις αυλές τους για τις άγιες ημέρες. Κότες, γαλοπούλες, γουρουνάκια, κατσικάκια, προβατάκια. Ο νοικοκύρης τα έσφαζε και τα κρεμούσε στο τσιγκέλι σε κάποιο δέντρο.
Η συγγνώμη
Πριν από ημέρες άρχιζε η συγγνώμη. Με το καλό οι άγιες ημέρες, χαρές και ευτυχία. Καλά Χριστούγεννα, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Στους δρόμους έδιναν τα χέρια. Αγκαλιές, φιλιά.
Η Ευχή
Τα παιδιά, για να πάνε να κοινωνήσουν, έπαιρναν ευχή από τον πατέρα, τη μητέρα, τη νονά, τη γιαγιά και τον παππού.
Η θεία Λειτουργία
Χριστούγεννα πρωί. Η θεία λειτουργία άρχιζε στις πέντε. Οι καμπάνες χτυπούσαν νωρίτερα. Βγαίναμε πιο γρήγορα για να δούμε τον αστέρα. «Με την ευχή άστρο λαμπρό μας οδηγεί». Η εκκλησία στολισμένη, η λειτουργία κατανυκτική. Κοινωνούσαμε, απόλυση και επιστροφή στο σπίτι μας.
Χριστούγεννα: Η Εορτή των Εορτών
Τα παλιά τα χρόνια από την προπαραμονή το βράδυ έβγαιναν στους δρόμους μικροί και μεγάλοι με αναμμένα φαναράκια στα χέρια κι έλεγαν τα κάλαντα. Το πρωί συνέχιζαν τα παιδιά.
Την ημέρα αυτή η Εκκλησία γιορτάζει το σπουδαιότερο γεγονός όλων των εποχών. Τη Γέννηση του Θεανθρώπου.
Όταν η Θεοτόκος αισθάνθηκε πως ήρθε η ώρα να φέρει στον κόσμο το Θείο Βρέφος επάνω σε ένα γαϊδουράκι ο Ιωσήφ, με μεγάλες δυσκολίες, κατέληξε στο Μέγα Σπήλαιο. Εκεί, στην ταπεινή φάτνη, γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός.
Ο ουρανός προσέφερε τον Αστέρα.
Η γη το Σπήλαιο.
Οι μάγοι τα Δώρα.
Παλιό έθιμο
Στις μεγάλες θρησκευτικές και εθνικές γιορτές από νωρίς το απόγευμα κόσμος με αναμμένα φαναράκια ανέβαινε τα σκαλάκια του Λυκαβηττού, προς το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη, λέγοντας: «Άγιε μου Γιώργη, Λυκαβηττέ μου, στο άσπρο σου άλογο, καμαρωτέ μου»
Ακόμα, σε κάθε μεγάλη θρησκευτική και εθνική γιορτή, έριχναν βολές τα ιστορικά κανόνια του Λυκαβηττού.
Αν βρεθείς εκεί, πραγματικά είναι κάτι το ξεχωριστό, καθώς αισθάνεσαι πως ξαναγεννιέσαι. Λίγα χρόνια πριν ακούγονταν ως τα υψώματα του Παλαιού Ηρακλείου.
Γράφει η Ηρακλειώτισσας συγγραφέας και ιστοριογράφος Ελένη Γκαρμάτη-Πάρλαλη