Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιος και αχώριστος.
Γεννήθηκα στο Παλαιό Ηράκλειο. Ο Άγιος Γεώργιος ήταν τότε ξωκλήσι και εκκλησιαζόμασταν στον ναό της Αγίας Τριάδας. Ήταν χτισμένος στο πουθενά, μοναχικός, επιβλητικός, πάνω σε ένα πετρώδες ύψωμα.
Υπήρχαν πολλές φυσικές πλάκες, σαν σκάλες.
Από την παραμονή έρχονταν οικογένειες από τις γύρω περιφέρειες, κυρίως πρόσφυγες αλλά και από πιο μακρινά μέρη. Πιάνανε ένα πεζούλι ανάλογα με τα άτομα και έμεναν ως την Τρίτη. Είχαν τα απαραίτητα σε μπόγους, τσουβάλια και τσάντες. Η μεταφορά τους γινόταν στην πλάτη, με κανένα γαϊδουράκι, με άμαξες, σούστες και ό,τι μέσον υπήρχε. Τόσος κόσμος… άνθρωποι κάθε ηλικίας, γέροι, νέοι, παιδιά, άγνωστοι. Και όμως, ποτέ δεν δημιουργήθηκε πρόβλημα. Τα παιδιά περπατούσαν κι έτρεχαν σε όλες τις πεζούλες. Από την πάνω πλευρά ο χώρος ήταν πολύ μικρός για τόσα άτομα κι όμως με δύναμη θεϊκή ποτέ δεν είχε δημιουργηθεί κάτι δυσάρεστο.
Την ώρα της λειτουργίας απόλυτη σιγή. Ήθελαν όλοι να ακούσουν και ήταν αδύνατο να μετακινηθούν.
Υπήρχαν πολλοί που διάβαζαν από βιβλία την λειτουργία δυνατά. Μετά την απόλυση ο παπά-Ιωακείμ πήγαινε όσο πιο κοντά μπορούσε και προσπαθούσε να μοιράσει αντίδωρο.
Το πανηγύρι
Ο χώρος ήταν δύσβατος αλλά πολύ μεγάλος. Στους λίγους δρόμους που υπήρχαν δεξιά και αριστερά, άπλωναν ό,τι εμπόρευμα μπορείς να φανταστείς. Πολλά παιχνίδια και ό,τι βάλει ο νους σου. Στην ανατολική πλευρά έβλεπες ομάδες που έκαναν διάφορες δραστηριότητες: πάλη, βάρη, ξιφομαχία, βολές, τυχερά παιχνίδια. Υπήρχαν αλογάκια, κούνιες, τσουλήθρες, μύλος και πολλά άλλα παιχνίδια. Από μακριά έβλεπες μια ολόκληρη πόλη.
Τρεις οικογένειες πηγαίναμε με τα γαϊδουράκια. Δεξιά και αριστερά δένανε δυο καλαθούνες για τα παιδιά.
Παρόλο που είχα τέσσερα χρόνια διαφορά από τον αδελφό μου ήμουν διπλή στο βάρος. Ο πατέρας μου έβαλε μια μεγάλη πέτρα στην καλαθούνα του αδελφού μου για να ισορροπήσει το βάρος. Έβαλε μέσα τον αδελφό μου, έπιασε εμένα από την πλάτη και με σήκωσε όσο μπορούσε. Προσπαθούσα να μπω στην καλαθούνα κι έπειτα κανόνιζα να μοιράσω το βάρος. Αφήναμε τα ζώα σε κάποιο σπίτι.
Πηγαίναμε στην εκκλησία και προσκυνούσαμε και μετά, ανάμεσα σε ευχές, χαιρετούρες και σπρωξίματα, βρισκόμασταν έξω. Βαρκούλες, τυχερά παιχνίδια, μικροπωλητές, τοπάκια με λάστιχο, γιογιό, σφυρίχτρες, πολλά πήλινα – βάζα, πιάτα, ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου – από τα κανατάδικα του Αμαρουσίου και της Αίγινας. Σιγά σιγά ερχόταν η επιστροφή. Στην οδό Πευκών βρισκόταν το κέντρο του Ηλιάδη. Χαμός, ορχήστρα, χορός, ο ένας επάνω στον άλλο.
Ο αδελφός μου φώναζε: «Πάμε, εγώ θέλω παγωτό!».
Πήραμε παγωτά και κάτσαμε στο πεζοδρόμιο. Οι άντρες πήγαν να φέρουν τις κούρσες. Στο δρόμο νέοι και νέες ανεβοκατέβαιναν – το τότε γνωστό νυφοπάζαρο.
Τη δεύτερη μέρα το απόγευμα, όταν τελείωνε η λειτουργία και ο ναός άδειαζε από τους πιστούς, άρχιζαν τα πυροτεχνήματα. Ένας μεγάλος μύλος γύριζε με αναμμένα πυροτεχνήματα. Όταν σταματούσε άρχιζε να γυρνάει από την άλλη πλευρά σε διάφορους σχηματισμούς και η νύχτα γινόταν μέρα.
Όταν μεγαλώσαμε πηγαίναμε παρέες και καθόμασταν σε τραπεζάκια. Τους μεζέδες που παραγγέλναμε τους τρώγανε τα αγόρια, τα κορίτσια δεν τρώγανε μη χαλάσει το κραγιόν. Χορός μέχρι πρωίας.
Αξέχαστες βραδιές. Μικροί, μεγάλοι, όλοι μαζί.
Ελένη Γκαρμάτη-Πάρλαλη
Μάιος 2023